Ο Αύγουστος στην πόλη έχει τη δική του σιωπή. Όχι την ήσυχη των χωριών, ούτε τη γλυκιά της παραλίας. Είναι μια σιωπή που ακούγεται αλλιώς, σαν να παίρνει ανάσα ανάμεσα στα κλειστά παράθυρα και τα άδεια πεζοδρόμια. Τα φανάρια αλλάζουν χωρίς βιασύνη, τα λεωφορεία περνούν μισοάδεια, κι εγώ περπατώ σε δρόμους άδειους, που συνήθως γεμίζουν φωνές και κορναρίσματα.

Μένω εδώ. Δεν τρέχω για ακτοπλοϊκά, δεν κυνηγάω φωτογραφίες με αμμουδιές και ηλιοβασιλέματα. Ο καφές μου γίνεται αργά, στην κουζίνα που πλημμυρίζει φως από το παράθυρο. Η πρώτη γουλιά είναι πιο γλυκιά, ίσως γιατί ξέρω πως δε με περιμένει τίποτα επείγον. Κάθε πρωί, ξυπνάω χωρίς ξυπνητήρι, χωρίς πίεση, και αυτή η αργή αρχή της μέρας γίνεται η πιο πολύτιμη στιγμή.

Ο ήλιος γλιστράει απαλά από το παράθυρο και φωτίζει τη σκόνη που αιωρείται στον αέρα. Ακούω το ραδιόφωνο, και κάποια τραγούδια μου ξυπνούν ξεχασμένες ιστορίες και νοσταλγικές μελωδίες. Μερικές φορές τραγουδάω φάλτσα και γελάω μόνη μου. Ο Αύγουστος μου χαρίζει την ελευθερία να είμαι όπως θέλω, χωρίς κριτική, χωρίς βιασύνη.

Βγαίνω στους άδειους δρόμους. Τα μαγαζιά έχουν χαρτιά στις βιτρίνες με μηνύματα: “Καλό Καλοκαίρι”,  Επιστρέφουμε…». Ο κόσμος λείπει, σαν να έχει πάρει αναστολή η ζωή για λίγο. Οι γείτονες επίσης, κι η πολυκατοικία   χαλαρώνει κι αυτή με τη σειρά της. Ο μόνος ήχος είναι από τις μηχανές που περνούν και οι δικές μου πατημασιές στο ζεστό πεζοδρόμιο.

Τα απογεύματα ανοίγω όλα τα παράθυρα και αφήνω τον αέρα να μπει μέσα. Ο αέρας φέρνει μαζί του μυρωδιές: γιασεμί που απλώνει το άρωμά του στον αέρα, πεύκο από το διπλανό πάρκο και λίγο χώμα από τα πρόσφατα ποτίσματα των κήπων. Από μακριά, κάποιος παίζει κιθάρα στο μπαλκόνι και η μουσική ακούγεται ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Κάθομαι στο πάτωμα, ακουμπώ τα πόδια μου στο κρύο πλακάκι και αφήνω το μυαλό μου να ταξιδέψει νοερά.

Στην πόλη τον Αύγουστο μαθαίνεις να παρατηρείς τις μικρές λεπτομέρειες. Το γατί που κοιμάται στη μέση του δρόμου, γιατί δεν περνάει κανείς να το ξυπνήσει. Το φανάρι που μένει πράσινο για ώρες χωρίς να χρειάζεται.Το παγκάκι στο πάρκο που επιτέλους είναι ελεύθερο, περιμένοντας τον επόμενο που θα καθίσει να πάρει μια ανάσα.

Τα βράδια, βγαίνω στο μπαλκόνι. Ο ουρανός είναι καθαρός και, χωρίς τα πολλά φώτα της πόλης, φαίνονται περισσότερα τ’αστέρια.  Από κάπου έρχεται η μυρωδιά του ψησίματος, και πιο πέρα ακούω γέλια από παρέες που μαζεύονται σε μικρές αυλές και μοιράζονται ιστορίες.

Καταλαβαίνω πως ο Αύγουστος δεν είναι μόνο θάλασσα και νησιά. Είναι κι αυτή η πόλη που μένει σχεδόν δική σου για λίγο, η άδεια στάση του λεωφορείου, η αργή βόλτα χωρίς προορισμό, το κρύο καρπούζι στο τραπέζι.

Μένοντας εδώ, βρίσκω την ησυχία που νόμιζα ότι χάνω. Ανακαλύπτω πως το καλοκαίρι μπορεί να χωρέσει και σε μια αυλή, και σε ένα παγκάκι, και σε μια μικρή βραδιά με φίλους στο μπαλκόνι.

Ο Αύγουστος στην πόλη είναι σαν να σου κλείνει το μάτι και να σου λέει: «Δε χρειάζεται να πας πουθενά. Εγώ είμαι εδώ.»

Κι εγώ, αυτή τη φορά, μένω.

Συντάκτης: Σοφία Γεωργούλα
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη