Έρχονται ξαφνικά· απρόσκλητες, χωρίς να τις περιμένεις και σε ξαγρυπνούν. Είναι εκείνες οι στιγμές που στριφογυρίζεις στο κρεβάτι και το δωμάτιο μικραίνει ολοένα και περισσότερο που δε σε χωράει. Αμέτρητες σκέψεις ουρλιάζουν σαν θηρία μέσα στο κεφάλι σου δείχνοντάς σου διαφορετική κατεύθυνση κι εσύ μένεις μετέωρος και υποταγμένος στη τρέλα του ίδιου σου του μυαλού.

Αγανακτείς, σηκώνεσαι, ξεφυσάς και πηγαινοέρχεσαι σαν εκκρεμές, ώσπου το βήμα σου να σε οδηγήσει κάτω από το νερό της βρύσης προσπαθώντας να σβήσεις το πυρετώδες χάος. Και καθώς σηκώνεις αργά το κεφάλι, αντικρίζεις στον καθρέφτη εκείνο, το εγκλωβισμένο είδωλο. Κάποιες φορές δείχνει σκυθρωπό με θυμό στα μάτια που σε τρομάζει και άλλες στέκεται γοερά ταλαιπωρημένο από τη θλίψη και την κούραση. Λυπάσαι κι απορείς: «Αυτός είμαι εγώ;» Και τότε ο «καθρέφτης», σου απαντά επικριτικά:

«Κοίτα με! Κοίτα πως με κατάντησες. Θλιμμένος από τους αποτυχημένους έρωτές σου. Κενός και εξαντλημένος από κάθε κουβέντα που σου πέταγε ο καθένας κι εσύ τις μάζευες μία-μία από κάτω, λες και ήταν πολύτιμες για σένα. Αποκαρδιωμένος απ’ όλους εκείνους που τσαλάκωσαν τα όνειρά σου και σε πλήγωσαν. Δε με λυπάσαι; Είμαι εδώ μέσα φυλακισμένος και ανήμπορος να αντιδράσω σε όλα αυτά. Εσύ όμως; Γιατί δεν αντιδράς; Κάνε κάτι!»

Στάσου όρθιος και βγες εκεί έξω δυνατός. Αντιμετώπισε τα ανθρωπάκια που θα συναντήσεις ως ανθρωπάκια και όχι σαν ανίκητους γίγαντες. Με πυγμή και με τσαμπουκά, χωρίς να τους αφήσεις να σε ταπεινώσουν. Πάτα τις λέξεις και τις κακίες τους στο έδαφος, σαν αποτελειωμένο τσιγάρο. Σ’ εκείνους που σου είπαν ότι δεν μπορείς, γέλασέ τους κατάμουτρα και δείξε τους πώς γίνεται. Μην αφήνεις τα όνειρά σου να φεύγουν από τα χέρια σου και να χάνονται. Κράτησέ τα σφιχτά όπως τα μικρά παιδιά βαστούν γερά το πολύχρωμο μπαλόνι για να μην το πάρει ο αέρας. Όταν δε, εμφανιστεί εκείνος ο έρωτας με τη μαγκιά της υποταγής και την αλαζονεία στο βλέμμα, κοίτα τον κατάματα και πες του: «Φύγε! Έρχεται ο επόμενος…».

Κι όταν το βράδυ γυρίσεις σπίτι και κοιτάξεις ξανά στον καθρέφτη, δε θα υπάρχει πια ο θυμός και η απελπισία. Θα είμαι ικανοποιημένος και περήφανος για σένα. Θα έχεις πετύχει πια το ζητούμενο, πως όταν κοιτάζεσαι στον καθρέφτη πρέπει να σου αρέσει αυτό που αντικρίζεις. Τότε θα καταλάβεις πως εγώ κι εσύ είμαστε ένα. Εσύ καθορίζεις και πλάθεις την εικόνα που θα καθρεπτίζεται κάθε φορά απέναντί σου. Εσύ και μόνο εσύ επιλέγεις το πώς θα δείχνει εκείνο το πρόσωπο. Προσπάθησε να το κάνεις να φαίνεται όμορφο και χαρούμενο κάθε μέρα που περνά. Όταν θα έρχονται οι στιγμές που δε θα τα καταφέρνεις κι εκείνο θα μοιάζει και πάλι βασανισμένο και επηρεασμένο από την ασχήμια του κόσμου, φρόντισέ το και περιποιήσου το. Καθάρισε τη βρωμιά που άφησε πάνω του η διάρκεια της μέρας, μην το αφήνεις ατημέλητο. Να θυμάσαι πως είναι καθήκον σου να προσέχεις τον εαυτό σου, εκείνος παλεύει εγκλωβισμένος εκεί μέσα. Είναι ο αφανής ήρωας που καταφέρνει πάντα να σε κρατά ζωντανό σ’ έναν πόλεμο δίχως αίμα.

Κάν’ το για μας, λοιπόν! Σήκω απάνω και δείξε σε όλους ποιοι είμαστε. Βγάλε με απ’ το σκοτάδι στον έξω κόσμο. Δείξε τον πραγματικό σου εαυτό και μην ξεχνάς να με αγαπάς. Μάθε σε όλους εκείνους να μην ξεχνούν ποτέ ότι το σημαντικότερο απ’ όλα, είναι πως λίγο πριν γύρεις το κεφάλι σου στο μαξιλάρι, πρέπει να ρίξεις μια ματιά και να πάρεις το νεύμα ικανοποίησης από το πρόσωπο στον καθρέφτη.

Συντάκτης: Κωνσταντίνος Συριόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα