Ήξερε από παιδί, χωρίς να της το μάθει κανείς, μπορείς να το πεις κι ένστικτο, πως η ευτυχία δεν είναι μονιμότητα. Δε διαρκεί τέρμινα, χρόνια, μήνες. Μόνο στιγμές.

Έτρεχε στις αλάνες μέχρι να ματώσουν τα γόνατα της. Έπαιζε με τις κούκλες ώσπου να τις διαλύσει. Διάβαζε και ρουφούσε τις γραμμές των βιβλίων ωσότου να γίνει ένα με τους ήρωες.  

Γελούσε πολύ και δυνατά.

Και καθώς μεγάλωνε αυτές οι συνήθειες, είχαν ρόλο και στην ενήλικη ζωή της. 

Όταν τα προβλήματα πια δεν ήταν η εργασία για το σχολείο και η μπάλα που την ακούμπησε στα «μήλα», αλλά οι χωρισμοί, οι λογαριασμοί, η δουλειά.

Όταν έβλεπε τα πραγματικά δύσκολα ήξερε που θα βρει καταφύγιο.

Είχε φτιάξει ένα φανταστικό συρτάρι στο κεφάλι της με όλα εκείνα που την κάνουν ευτυχισμένη. Το ψαχούλευε προσεκτικά με αγάπη και φρόντιζε να το ανανεώνει συχνά πυκνά.

Ένας καφές με γεύση φουντούκι, το «Χαμόγελο της Τζοκοντα» του Χατζιδάκι, οι ταινίες του Jarmusch που έβλεπε πάντα φορώντας ακουστικά, τα καθαρά σεντόνια με άρωμα λεβάντας, δύο σταγόνες απ’την αγαπημένη της κολόνια στο λαιμό πριν κοιμηθεί.  

Η προετοιμασία της βαλίτσας, το γουργούρισμα της γάτας της, το σπιτικό πίλινγκ που έφτιαχνε με λάδι και ζάχαρη, μια κουταλιά νουτέλα. Οι βουτιές στη θάλασσα μέχρι να μουλιάσουν τα χέρια και η άμμος στα δάχτυλα των ποδιών το καλοκαίρι. Οι ατελείωτες βόλτες στη βροχή τον χειμώνα.

Είχε ανάγει αυτές τις μικρές στιγμές ευτυχίας σε επιστήμη.

Τη δική της, προσωπική επιστήμη. Μελετούσε και έψαχνε να βρει νέους τρόπους αγαλλίασης της ψυχής. Τα κατάφερνε πάντα.

Τις περισσότερες φορές, ήθελε να είναι μόνη, αλλά υπήρχαν και οι ειδικές περιπτώσεις που ήθελε να τις μοιραστεί. Μόνο όμως, με όσους θεωρούσε εκλεκτούς. Τους εκλεκτούς της καρδιάς της.

Βραδινές βόλτες με το αυτοκίνητο χωρίς πολλά λόγια, μόνο με τη φωνή του Staples των Tinderstcks.

Σφιχτές αγκαλιές, συζητήσεις ως το ξημερωμα μ’ένα τσιγάρο στο χέρι, ατελείωτα τηλεφωνήματα στην κολλητή, αυτοσχέδια πάρτυ με μπύρες, μουσική απ’το κινητό στη μέση του πουθενά και γέλια. Πολλά, αληθινά γέλια.

Απ’αυτά που σου τραντάζουν το κορμί και μετά πονάνε οι κοιλιακοί σου.

Τα πόδια της μπλεγμένα με τα πόδια του, η ανάσα της στην ανάσα του, τα μάτια της πάνω του όταν κοιμάται.

Συνήθως αυτές οι στιγμές ευτυχίας, χάνονται κάπου στο χρόνο. Ίσως δεν τις θυμάσαι ούτε αύριο, ίσως χαθούν στο λεπτό.

Όμως όταν ακριβώς συμβαίνουν, σε σηκώνουν περίπου τρία εκατοστά από το έδαφος.

Μπορούν να σου αδειάσουν το μυαλό απ’τα περιττά και τα βαριά και να σου χαρίσουν το πιο όμορφο χαμόγελό σου. Καταφέρνουν να σε κάνουν χαρούμενο χωρίς πολλά πολλά.

Να τις εκτιμάς αυτές τις στιγμές.

Να προσπαθείς να φτιάξεις  δικές σου και να μάθεις σε όσους δεν ξέρουν να φτιάχνουν και αυτοί τις δικές τους.
Σκέψου και πες μου, υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από ευτυχισμένα πρόσωπα γύρω σου;

 

Συντάκτης: Γεωργία Χατζηγεωργίου