Σε ψάχνω. Όχι, δε σε είδα στο λεωφορείο ή σε κάποια γνωστή καφετέρια ή πλατεία και σου γράφω για να με βρεις. Μπορεί να σ’ έχω πετύχει βέβαια, όμως δεν ήξερα ότι ήσουν εσύ. Και πώς να το ξέρω άλλωστε; Ούτε όνομα, ούτε ηλικία, ούτε καν το πρόσωπό σου δεν ξέρω. Αυτό που γνωρίζω είναι πως κάπου υπάρχεις, αναπνέεις, ζεις και με περιμένεις, όπως κι εγώ εσένα. Ο ρομαντισμός μέσα μου δε μου επιτρέπει να σκεφτώ την εναλλακτική γιατί αν το κάνω, μπορεί να τραβήξει τη σκανδάλη και ν’ αυτοπυρποληθεί.

Σε ψάχνω, λοιπόν, και πλέον είσαι άλλος απ’ αυτόν που γύρευα παλιά. Δεν είσαι το «κακό παιδί» που θα με τυραννήσει, που θα ερεθίζει τις ανασφάλειές μου σε κάθε ευκαιρία και θα χειραγωγεί τις διαθέσεις και την ψυχοσύνθεσή μου, γιατί η μαζόχα πλευρά μου γουστάρει τα σκωτσέζικα ντους. Δε θα με φτύνεις κι εγώ θα κολλάω υπάκουα, γιατί θα θεωρώ ότι το αξίζεις. Όχι. Άλλαξα και θα το μάθεις με τον καιρό. Πλέον, μ’ εκτιμώ και με σέβομαι και γι’ αυτό, εσύ μου αξίζεις.

Εσύ που είσαι το «καλό παιδί» και πέρα απ’ τ’ ότι ξέρεις πώς να φέρεσαι σωστά σ’ ένα ανθρώπινο ον, το θέλεις κιόλας. Εσύ που σε νοιάζει το ότι δίνοντας ελπίδες και παίρνοντάς τες πίσω, πληγώνεις και το αποφεύγεις με δύναμη και κουράγιο. Εσύ που τους δαίμονές μου θα γνωρίζεις πώς να τους ηρεμείς και να τους κοιμίζεις, ενώ θα επιτρέπεις στις διαθέσεις να ξετυλιχτούν μόνες τους χωρίς βιασύνη και πίεση.

Εσύ που θα μιλάς στη μαζόχα πλευρά μου μόνο στο κρεβάτι και θα την κάνεις να υποτάσσεται στα χέρια σου με τους σωστούς τρόπους και για τους σωστούς λόγους. Εσύ που θα με μάθεις και θα μ’ εκτιμήσεις για όσα είμαι κι όσα προσπαθώ να γίνω, όπως κάνω κι εγώ.

Εσύ που θα είσαι το «καλό μου», όχι μονάχα αυτό που θέλω, μα κι αυτό που ταυτόχρονα χρειάζομαι. Δε θα τηρείς τα λόγια των επιτακτικών, παιδικών μου τραυμάτων και τα βάρη που κουβαλάω από τότε και με δηλητηριάζουν. Δε θα με μουδιάζεις ούτε θα με αποδιοργανώνεις, δε θα με κάνεις να τα παρατάω όλα για να έρχομαι να σε βρω, αλλά θα με πωρώνεις να συνεχίσω την προσπάθειά μου και ν’ ανέβω ψηλά, όσο πιο ψηλά μπορώ, καθώς θα βρισκόμαστε και θ’ αγαπιόμαστε παράλληλα.

Εσύ που οι αλήθειες μας θα είναι κοινές κι η αγάπη για ζωή κυρίαρχη, καθώς η ανάγκη για να μην τα παρατάμε και η ιδεολογία της αισιοδοξίας θα μας οδηγούν. Εσύ που θα νιώθουμε ο ένας τον άλλον, που θα καταλαβαίνουμε την ουσία των πραγμάτων με παρόμοιους, ιδανικούς τρόπους.

Εσύ που θα σ’ ερωτευτώ για τα πανέμορφα θετικά σου· την ειλικρίνεια και την απέχθειά σου στο ψέμα, για την ντομπροσύνη και τη γενναιότητα, για την ευστροφία και το χιούμορ σου. Εσύ που θα σ’ ερωτευτώ και για τα ταιριαστά σε μένα αρνητικά σου. Γιατί όσα κι αν είναι, άπαξ και συνομιλούν πολιτισμένα με τα δικά μου, θα είμαστε καλά και θα τα λατρεύω. Κανείς δεν είναι τέλειος, το ξέρουμε, μα εμείς θα είμαστε τέλεια ατελείς.

Εσένα ψάχνω, λοιπόν, που θα μπορώ να είμαι, χαρούμενα ή ακόμη κι ευτυχισμένα, ήρεμη μαζί σου. Που το ν’ ανεβαίνουμε ένα βουνό με ιδρώτες κι ενθουσιασμό ή να κάνουμε μαραθώνιο Χάρι Πότερ με ποπ-κορν και μπίρες δε θα έχει καμία διαφορά και θα δυσκολευόμαστε ν’ αποφασίσουμε.

Εσένα που θα συντηρείς την καλή μου ενέργεια και θα θέλεις ν’ αφεθείς επάνω της, να την εμπιστευτείς και να της δοθείς. Εσύ που θα μ’ αφήνεις να σε φροντίζω και θα το λατρεύεις, που θα με ξέρεις αρκετά καλά, ώστε να γνωρίζεις πως ποτέ δε θα έχω κακό σκοπό και πάντα οι συμβουλές θα έρχονται απ’ την καρδιά.

Ψάχνω εσένα που μοιάζουμε και ταιριάζουμε, εσένα που με ψάχνεις στους χαρακτήρες γνωστών ή περαστικών να με βρεις κι είσαι κι εσύ αρκετά, δυνατά ρομαντικός άνθρωπος, που δε σταματάς να με περιμένεις και να ελπίζεις. Και το ξέρω, γιατί κι εγώ έτσι είμαι. Κι αν δεν είμαστε έτοιμοι ο ένας για τον άλλον ακόμη, ας είναι. Χρόνο έχω. Κι υπομονή έχω.

Σε ψάχνω και θα σε βρω. Περίμενέ με.

Συντάκτης: Μαρία Α. Καρμίρη
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου