Η ιστορία μιας δυσκολίας δεν είναι ζωτικό πλεονέκτημα, ούτε ο εγκέφαλός μας είναι μια μηχανή δημιουργίας νοημάτων, σχεδιασμένη, να ταξινομεί τεράστιες και ποικίλες αισθητηριακές πληροφορίες με συνεκτική, ομαλή κι οργανωμένη αντίληψη, κυρίως με τη μορφή αφήγησης: «αυτό συνέβη, το οποίο οδήγησε σ’ αυτό, το οποίο κατέληξε έτσι». Γιατί όταν δύο πράγματα συμβαίνουν μαζί, υποθέτουμε ότι συνδέονται ουσιαστικά και στη συνέχεια βιαζόμαστε να τα μπλέξουμε μ’ ένα ανίερο πάντρεμα αιτίου-αποτελέσματος.
Κι αν αυτό κρύβει μέσα του ψυχολογικά μυστικά, είναι γιατί ο Γερμανός φιλόσοφος Νίτσε, τον 19ο αιώνα, είπε το γνωστό ρητό «Ό,τι δε μας σκοτώνει, μας κάνει πιο δυνατούς». Και η ιδέα αυτή βρήκε την καθημερινότητα λίγο ειρωνική και μαζί βρήκε και τον Φρόιντ, ο οποίος εξήγησε πως η δυσκολία, ο πόνος και η ταλαιπωρία, είναι αναπόφευκτο κομμάτι της ζωής. Τόσο αναπόφευκτο, που ο άνθρωπος ανέπτυξε μετασχηματιστικές δυνάμεις, για να μπορέσει να διευκολύνει τη ζωή του αλλά κυρίως το μυαλό του.
Αλλά ειλικρινά, ποια αλήθεια κρύβεται πίσω απ’ τον πόνο και το τραύμα και τι τελικά μπορεί να μας κάνει πιο δυνατούς; Κι αν μας κάνει, σε ποιο σημείο μπορεί να μας καταστρέψει; Τώρα είναι η αλήθεια ότι -με μια πιο εξελικτική έννοια- αυτοί που επιβιώνουν μετά από μια τραυματική εμπειρία είναι εξ’ ορισμού και πιο δυνατοί. Δεν είναι όμως η εμπειρία που τους έκανε, παρόλο που στο μυαλό των περισσοτέρων το συμπέρασμα είναι αυτό.
Σε μια σχετικά πρόσφατη δημοσιευμένη έρευνα στο περιοδικό “British Journal of Phychiatry” έγινε αναφορά στο πώς παρελθοντικοί παράγοντες που προκάλεσαν έντονο στρες -όπως επιδημίες, σεισμοί, συγκρούσεις, ατυχήματα- καθιστούν τους ανθρώπους περισσότερο ευαίσθητους σε μελλοντικές τραυματικές εμπειρίες, με πιθανές συνέπειες την ανάπτυξη κάποιας ψυχικής διαταραχής.
Σοβαρά τραυματικά γεγονότα, μπορούν να προκαλέσουν φόβο και αδυναμία εν όψει απειλής της ζωής ή σοβαρού τραυματισμού. Κι οι αντιδράσεις είναι πιο συχνά ακραίες, εάν η απειλή είναι τυχαία. Γιατί, η απόλυτη αίσθηση της έλλειψης ελέγχου, καθιστά δύσκολο για κάποιον να ερμηνεύσει το τι συμβαίνει γύρω του. Πώς να εξηγήσεις, για παράδειγμα, το ότι αθώοι άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, όχι επειδή έκαναν κάτι λάθος, αλλά επειδή ένα κτήριο που στεκόταν όρθιο δεκαετίες ολόκληρες, έπεσε τη στιγμή που περνούσαν από δίπλα του;
Αυτά τα γεγονότα, αν το σκεφτείς, καταστρέφουν την αίσθηση της εμπιστοσύνης και της σταθερότητας που έχουμε για τον κόσμο. Αλλά ως εκ θαύματος, αποδεικνύεται, ότι μπορούν πραγματικά να βοηθήσουν μερικούς να γίνουν πιο δυνατοί· όχι όμως όλους. Κι αυτό βρίσκει σύμφωνο μεγάλο μέρος της ψυχολογικής κοινότητας τα τελευταία χρόνια. Γιατί ορισμένοι άνθρωποι φαίνεται να ξεπερνούν τα τραυματικά γεγονότα και να ευδοκιμούν, ενώ άλλοι φαίνονται ανίκανοι ν’ ανακάμψουν, συνεχίζοντας να υποφέρουν από μετατραυματική διαταραχή, στρες κι άλλα προβλήματα ψυχικής υγείας.
Οικοδόμηση ανθεκτικότητας ή φύση έναντι ανατροφής; Διάφορα ψυχομετρικά εργαλεία αναφοράς τα τελευταία χρόνια έρχονται σε αντίθεση. Με αποτελέσματα ερευνών ν’ αναφέρουν πως το 75% θυμάτων σοβαρής τραυματικής εμπειρίας δεν εμφάνιζε στοιχεία τραυματικού στρες μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Τυχαίο άραγε, ή ένα χαρακτηριστικό που κάνει αυτά τα άτομα διαφορετικά;
Πρώτα απ’ όλα είναι μια ποιότητα, που οι ψυχολόγοι αποκαλούν ανθεκτικότητα. Ένα άτομο με ψυχολογική ανθεκτικότητα είναι ικανό ν’ αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότητα το άγχος και την πίεση και ν’ ανακάμψει από προκλήσεις της ζωής, επιδεικνύοντας εντυπωσιακές δεξιότητες αυτοβελτίωσης όταν είναι απαραίτητο. Σε μελέτη που έγινε στους επιζώντες του ολοκαυτώματος, διαπιστώθηκε το χαρακτηριστικό της αισιοδοξίας, της δημιουργικής επίλυσης προβλημάτων και η αποδοχή της κατάστασής τους. Οι άνθρωποι αυτοί ανέφεραν ότι άντεξαν γιατί ήθελαν μία μέρα να μιλήσουν για την ιστορία της ζωής τους.
Ωστόσο μεταξύ των άλλων, η Dr. Ganzei ερευνήτρια αναφορικά με το θέμα, δηλώνει πως αυτό που δε μας σκοτώνει στην πραγματικότητα μας κάνει πιο αδύναμους, παρόλο που αναπτυξιακές έρευνες έδειξαν ότι τα τραυματισμένα παιδιά είναι περισσότερο, όχι λιγότερο, ευαίσθητα σε μια μελλοντική τραυματική εμπειρία. Και εν συνεχεία η επίδραση στους ενήλικες να’ ναι γενικά παρόμοια, με τα ευρήματα να δείχνουν ότι μπορεί να υπάρχουν μακροχρόνιοι νευροβιολογικοί συσχετισμοί της έκθεσης σε τραύματα ακόμα και σε άτομα που θεωρούνται ανθεκτικά.
Όμως, τι πραγματικά, μπορεί να μας προετοιμάσει σωστά για να μπορέσουμε ν’ αντιμετωπίσουμε τον τρόμο που κρύβει αυτός ο κόσμος; Η τρυφερή αγάπη και η φροντίδα μας δίνει δύναμη και μας ενδυναμώνει. Καλλιεργεί και ενισχύει εκείνη την ικανότητα να μπορούμε να μάθουμε να προσαρμοζόμαστε και να μαχόμαστε ενάντια σε κάθε μεταγενέστερη δυσκολία. Ακόμα κι όταν κάτι τελικά δεν καταφέρει να μας σκοτώσει, τουλάχιστον, να μη μας κάνει πιο αδύναμους.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη