Η αγάπη δε μας συνέβη. Ερωτευτήκαμε γιατί ο καθένας από εμάς έκανε την επιλογή αυτή, διάλεξε κι αφέθηκε στο να του συμβεί. Και κάπου εκεί, στην επιλογή μας, άρχισα να πιστεύω ότι η αγάπη είναι κάτι πιο εύπλαστο από ό,τι φανταζόμουν. Άρχισα να πιστεύω ότι ο έρωτας δεν είναι πάντα θέμα βιολογίας, ακόμα κι όταν, οι ορμόνες, κάνουν καλή δουλειά στα παρασκήνια. Άρχιζα να πιστεύω πως μία φωνή είναι αρκετή για να γεμίσει ένα κενό. Άρχισα να πιστεύω πως ένα βλέμμα είναι αρκετό για να με οδηγήσει στη χώρα των χαμένων ονείρων και των άσκοπων θεωριών για τον απόλυτο έρωτα. Άρχισα να πιστεύω στον χτύπο της καρδιάς σου σαν ν’ ακούω μια προσευχή, αλλά πάνω όλα στο βλέμμα σου.

Ξέρεις καμιά φορά, οι άνθρωποι είμαστε τόσο αφελείς που θεωρούμε πως όντως τα μάτια δε λένε ψέματα, πως μας γνωρίζουν τον εσωτερικό κόσμο του άλλου, πως μας ανοίγουν ένα παράθυρο που διαφορετικά μένει ολόκλειστο. Ίσως να έχουμε ανάγκη τη θεωρία αυτή, για να μπορούμε να ανιχνεύσουμε όλα όσα δε μας προσφέρονται, όλα όσα μας στερούν οι πράξεις και τα λόγια. Μία στιγμή είναι αρκετή για να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τη θεωρία αυτή. Μια στιγμή ήταν αρκετή και για μένα, για να με βρει στο δρόμο, πάνω σ’ ένα τιμόνι με τον αέρα να με χτυπάει μέσα στα μάτια και να μου ψελλίζει λόγια πικρίας. Να μου ψελλίζει λόγια δικά σου. Λόγια που κάνουν τώρα τη σκέψη μου να χάνεται, τη στιγμή που ξεστόμισες κάποια λόγια που τώρα δε θυμάμαι, μα έμοιαζαν τόσο πολύ με αντίο.

 

 

Μια στιγμή που βρήκα τον εαυτό μου να χάνεται σ’ εκείνο το βλέμμα το τελευταίο που έριξες φεύγοντας με το κεφάλι χαμηλό, το πρόσωπο γυρισμένο κι ένα κενό ζωγραφισμένο στο πρόσωπό σου. Ψάχνοντας να διαψεύσω όσα άκουγα, να εντοπίσω το σφάλμα των πεπραγμένων. Κι εσύ να χάνεσαι αφήνοντάς με πίσω ν’ αναρωτιέμαι τι να σημαίνει αυτό που μόλις έγινε. Αν όντως μπορεί να ‘ναι οριστικό. Μπορεί να ‘ναι προσωρινό, ή μήπως απλώς ένα τίποτα;

Το τι είπαμε δεν το θυμάμαι καν, όσο κι αν σπάω το κεφάλι μου. Το μόνο που θυμάμαι είναι το βλέμμα σου κι αυτό με κάνει ν’ αναρωτιέμαι αν τελικά τα μάτια είναι το παράθυρο της ψυχής ή είναι αυτή άλλη μια θεωρία γι’ αγρίους. Γιατί θα ήθελα πολύ να είναι αυτή τη στιγμή. Με κάνει ν’ αναρωτιέμαι, αν η πραγματική ουσία εκείνων των δευτερολέπτων, ήταν ότι έβλεπα κάποιον απλώς να με κοιτάει ή μ’ έβλεπε πραγματικά. Κι αυτό ήταν που ήθελα να ξέρω για να νιώσω λίγο ή όχι καλύτερα. Να ξέρω αν μπορώ να ελπίζω.

Κι έτσι χάθηκα στον τρόμο μιας συνειδητοποίησης χωρίς να της δώσω χρόνο να υποχωρήσει, φτάνοντας κάπου απροσδόκητα. Φτάνοντας σε μια αδυναμία μέσα σε μια κατάσταση απορίας: «Πόσα θαύματα τελικά μπορεί να κρύβονται πίσω απ’ ένα βλέμμα έτσι ώστε να κάνει μια λέξη να μπορεί να χάσει το νόημά της;». Κι έπειτα, άρχισα να ψάχνω μια απάντηση γύρω απ’ τη λέξη «αντίο». Ήξερες ότι υπάρχει μόνο σε εφτά γλώσσες; Κι αν μέσα σ΄αυτή είναι κι η δική μας, απ’ τη μία σκέφτομαι αν θέλω να το κρατήσω στη μνήμη μου ή να προσποιηθώ πως δεν την έμαθα ποτέ και την ίδια στιγμή, προτιμώ την εκδοχή «θα τα πούμε σύντομα», που υπάρχει σ’ όλες τις υπόλοιπες. Γιατί έστω κι αν μία στιγμή πιστέψω σε κάτι που πραγματικά αξίζει και μετά το χάσω, δεν ξέρω τη συνέχεια. Γιατί είναι αστείο να πιστεύεις και να μη σε πιστεύουν. Είναι αστείο να φοβάσαι ν’ αγαπήσεις και ν’ αγαπηθείς. Κωμικό και μάταιο ν’ αγγίζεις και να κρυώνεις, αλλά πάνω απ’ όλα να παλεύεις να βρεις την άκρη απ’ εκείνο το νήμα του έρωτα που έχει αρχή αλλά δεν έχει τέλος.

Και κάπως έτσι συνειδητοποιώ πως για κανέναν δεν είναι εύκολος ένας αποχαιρετισμός. Πόσο μάλλον για εμάς. Γι’ αυτό προτίμησες να γυρίσεις να με κοιτάξεις φεύγοντας. Δεν έχει σημασία αν είναι ή όχι η τελευταία φορά. Σημασία έχει ότι δεν προλάβαμε να μάθουμε πόσο θα μπορούσαμε ν’ αγαπήσουμε ο ένας τον άλλο. Ή τουλάχιστον, δεν προλάβαμε να το σκεφτούμε.

Είναι δύσκολο να επιβεβαιώνεις τις θεωρίες σου, περισσότερο από το να τις διαψεύδεις. Γιατί τότε, χάνεις τη χαρά του να ζεις με την ψευδαίσθηση πως υπάρχει και κάτι ακόμη. Δεν πειράζει, κάπου θα πάμε εν τέλει. Κάπως θα προχωρήσουμε. Κανείς μας δε ξέρει πού, κανείς δε θυμάται γιατί εξ αρχής ξεκίνησε. Απλώς περπατάμε και κλοτσάμε φύλλα, ξερά και κίτρινα, ελπίζοντας να δούμε δυο μάτια που θα μας πούνε «γεια».

Συντάκτης: Αναστάσιος Καλλίας
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου