Αύγουστος. Για πολλούς ο πιο όμορφος μήνας του χρόνου. Μηνάς ζεστός, καλοκαιρινός, βαθιά ερωτικός και πολυτραγουδισμένος. Ο κυριότερος μήνας του καλοκαιριού έχει αποτελέσει πηγή έμπνευσης -κι όχι άδικα- για πολλούς στιχουργούς και ποιητές που αφιέρωσαν τις λέξεις τους σε ‘κείνον. Πάμε λοιπόν παρακάτω να δούμε πέντε ποιήματα γραμμένα για τον Αύγουστο. Για τον Αύγουστο που μας έκανε να ερωτευθούμε, για τον Αύγουστο που μας ξεκούρασε, μας έδωσε καινούργιους στόχους, μας δημιούργησε ανεξίτηλες αναμνήσεις, μας ενέπνευσε.

 

1. «Ο Αύγουστος», Οδυσσέας Ελύτης, τα Ρω του έρωτα

‘Ο Αύγουστος ελούζονταν
λούζοντας την αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.’

Έτσι ξεκινάει το ποίημα του ο Οδυσσέας Ελύτης και μεταμορφώνει αμέσως τον μήνα Αύγουστο σ’ έναν αδύνατο άντρα. Η εικόνα που μου έρχεται κάθε φορά που διαβάζω αυτό το ποίημα είναι οι πίνακες του Τσαρούχη για τους μήνες, όπου κι εκεί οι δώδεκα μήνες σωματοποιούνται ως άντρες άγγελοι, ο καθένας με τη δικιά του μορφή.

Αύγουστε μήνα και Θεέ
σε σένανε ορκιζόμαστε
πάλι του χρόνου να μας βρεις
στο βράχο να φιλιόμαστε.

Αυτή είναι η συνέχεια του ποιήματος, που δημιουργεί την απόλυτη ερωτική καλοκαιρινή εικόνα. Γιατί τι θα μπορούσε να περιγράψει καλύτερα τον Αύγουστο από ένα ζευγάρι που φιλιέται πάνω σε έναν βράχο;

Ο Αύγουστος ελούζονταν
μες στην αστροφεγγιά
κι από τα γένια του έσταζαν
άστρα και γιασεμιά.

Απ’ την Παρθένο στο Σκορπιό
χρυσή κλωστή να ράψουμε
κι έναν θαλασσινό σταυρό
στη χάρη σου ν’ ανάψουμε.

 

2. «Μεσημέρι Αυγούστου» Γιάννης Ρίτσος, ποιήματα 4ος τόμος

Για τον Αύγουστο έγραψε κι ο Γιάννης Ρίτσος, με αναφορές στον έρωτα και στα «δύο ηλιοκαμένα σώματα στα άσπρα σεντόνια». Ο Ρίτσος έχει γράψει επίσης και για τον Ιούνιο και για τον Ιούλιο περιγράφοντας γλαφυρά τα μεσημέρια τους, μιλώντας για τα λευκά σεντόνια, τα σώματα πάνω τους, τα ρούχα που κείτονται στο πάτωμα, δημιουργώντας μας έτσι εικόνες τόσο ζωντανές και γνώριμες, σαν να βρισκόμαστε κι εμείς μέσα στο τοπίο.

Πίσω απ’ τις γρίλιες είναι το μεγάλο μεσημέρι.
Τα σκόρπια σπίτια κάτασπρα, κ’ ένα κόκκινο
κάτω απ’ το λόφο.

Λίγο πιο πάνω, ξέρουμε,
είναι η μεγάλη ασβεστωμένη μάντρα.

Από κει κατεβαίνει η δροσιά προς τους ευκάλυπτους, κ’ ένα άρωμα
από σάπια ροδάκινα σωριασμένα στο δρόμο.

Άξαφνα τα τζιτζίκια σώπασαν. Δυο ηλιοκαμένα σώματα
στ’ άσπρα σεντόνια. Βγάλε και το δαχτυλίδι σου –
μου πιάνει ένα δικό μου χώρο στο μικρό σου δάχτυλο.

 

3. «Αύγουστος», Γιάννης Ρίτσος, ποιήματα 4ος τόμος

Το ποίημα ξεκινάει με τη φράση «το φως είναι μαύρο, καμένο απ’ τη ζέστη σαν ανθρώπινο σώμα» κι ο Ρίτσος για άλλη μία φορά παίζει με τις εικόνες, παρομοιάζει τη φύση με τον άνθρωπο και σαν περίτεχνος ζωγράφος, δημιουργεί μια καλοκαιρινή σύνθεση με νότες Αυγούστου.

Το φως είναι μαύρο, καμένο απ’ τη ζέστη σαν ανθρώπινο σώμα.
Πόδια γυμνά, δυνατά, βαμμένα απ’ τη θάλασσα ή το μούστο.
Στήθια κρουστά, σφιγμένα στις παλάμες του ήλιου. Ο αγωγιάτης,
ο αμπελουργός, ο βαρκάρης, οι τρεις του θυγατέρες
κρέμονται πάνω από βαθιά, χρυσά πηγάδια. Πάνω στ’ αλώνια
λιχνίζουνε μεγάλα στάχυα. Μες στα μάτια των παιδιών
χώνονται τ’ άχυρα. Τρέχουν. Τ’ αμπέλια είναι απέραντα
σαν τη δόξα ή την άγνοια. Λίγο να κάνεις να σκύψεις
θα βουλιάξεις ακέριος στο γαλάζιο. Τα παράθυρα πνίγηκαν κιόλας
μέσα στο χώμα. Και τούτα τα κόκκινα λουλούδια του κήπου
είναι από κείνα τα πανάρχαια αγάλματα, πλαγιασμένα, σε στύση.

 

4. «Ποια θάλασσα» Νάνος Βαλαωρίτης, η τιμωρία των μάγων

Πες μου που πήγε ο Αύγουστος με τα καμπαναριά του
Το γέλιο σου που γέμιζε το σπίτι μας βροχή
Τώρα μας δίνει ο άνεμος γυμνή της αγκαλιά του
Ω πρόσωπο που σκέπασε με μάρμαρο τη γη

Σ’ αυτό το ποίημα του Νάνου Βαλαωρίτη το κλίμα είναι κάπως διαφορετικό. Η αναφορά στον Αύγουστο είναι πιο νοσταλγική μιας κι ο ποιητής αναφέρεται σ’ έναν Αύγουστο που έφυγε και μαζί του πήρε κι αγαπημένα πρόσωπα. Έντονο στοιχείο σε αυτό το ποίημα είναι αυτό της μοναξιάς και της απώλειας ενώ γίνεται αναφορά στη θάλασσα, όχι με την πραγματική της υπόσταση αλλά ως εργαλείο για να ξεχαστεί ο βαθύς πόνος.

Πόσα σβησμένα βλέμματα κοιτάνε όταν κοιτάζεις
Πόσα δεμένα στόματα μιλάνε όταν μιλάς
Ήταν του ήλιου η δύναμη το ρόδο που ωριμάζει
Κλειστά παραθυρόφυλλα τα στήθια που αγαπάς

Είναι καρδιές που μάθαμε σαν γράμματα ανοιγμένα
Είναι τραπέζια όπου κανείς δε θα καθίσει πια
Μια μουσική πανάκριβη που γράψανε για σένα
Τόσες χιλιάδες δάχτυλα για τελευταία φορά

Εσάς που πήρε ο θάνατος βαριά στα δάχτυλά του
Από τα μάτια σας η αυγή πηγάζει σαν νερό
Άστρα σε κάθε μέτωπο και φως τ’ ανάστημά του
Καμιά ζωή δε γράφεται χωρίς το δάκρυ αυτό

Ακουμπισμένες δυο εποχές η μια κοντά στην άλλη
Ω πρόσωπο που φώτισε μια μακρινή αστραπή
Ποια θάλασσα ποια θάλασσα θα `ναι αρκετά μεγάλη
Για να χωρέσει τον καημό που μάζεψ’ η ψυχή;

Σα μυθικό τριαντάφυλλο μια νύχτα ο κόσμος κλείνει
Είναι η πόρτα όπου κανείς δε θα περάσει πια
Είναι του δήμιου η ταραχή του ήρωα η γαλήνη

 

5. «Αυγουστιάτικος Άνεμος», Νικηφόρος Βρεττάκος, τα ποιήματα

Είναι τόση η γαλήνη, που δεν ξέρω αν υπάρχουν
καρδιές χωριστές – τόσα μάτια, όσα βλέπουν
αυτή τη στιγμή: ζώα, ψάρια, φυτά και πουλιά
κι αδερφοί το στερέωμα, πάμφωτο, διάφανο, ανάμεσα
στην κάτασπρη γύρη του.

Νιώθω μέσα στο στήθος μου
την καρδιά μου νερό που χορεύει και νιώθω
σα να ‘μαι ένας διάττοντας που πέφτοντας στάθηκε
για λίγο μετέωρος και γύρισε πάλι, φωτεινός και
χαρούμενος, προς τα πάνω.

Ψυχή μου! Τι σε θέλω, ψυχή μου; Τι
κάθεσαι και δε γίνεσαι μέλισσα; Δυο γραμμούλες φωτός,
δυο αστεράκια οι κεραίες σου – πέταξε, πρόλαβε, τρέξε,
ένα γύρο, δυο γύρους, τρεις γύρους, να φέρεις
φωτιά στην κυψέλη σου.

Ψυχή μου, χαρά μου, τι κάθεσαι μέλισσα;
Άνοιξαν όλα τα λουλούδια του σύμπαντος.

Και κλείνουμε το αφιέρωμα στα ποιήματα του Αυγούστου με τον Αυγουστιάτικο άνεμο του Νικηφόρου Βρεττάκου. Για να συνωμοτήσει όλο το σύμπαν και να είναι αιώνια καλοκαίρι. Να ξεχειλίσουν γύρη οι ψυχές μας και να βάλουν φωτιά στις κυψέλες τους. Φωτιά σε ό,τι μας κρατάει δεμένους. Σαν ένας Αύγουστος που καίει κάθε τι παλιό και σκοτεινό στο πέρασμά του. Φωτιά σε ό,τι δε μυρίζει καλοκαίρι κι αλμύρα.

Συντάκτης: Αλίκη Ζωγράφου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου