Ανοίγατε το παράθυρο κάθε πρωί κι ο ήλιος χτυπούσε δυο ήδη φωτισμένα πρόσωπα, ανταλλάσσοντας την πιο όμορφη καλημέρα που μπορούσε να ακούσει ο ένας απ’ τον άλλον. Σημείο συνάντησής σας στο τέλος κάθε κουραστικής κι απαιτητικής μέρας εκείνος ο καναπές, που όταν ξαπλώνατε αγκαλιά ευχόσασταν να μη χρειαστεί να σηκωθείτε ποτέ!

Έτσι όμορφα, ξέγνοιαστα κι έντονα περνούσαν οι δικές σας μέρες. Μαζί στο ίδιο σπίτι. Μαζί στη ζωή. Μαζί στην καληνύχτα και μαζί στο πρωινό ξύπνημα. Στο σπίτι σας. Ένα χώρο που διαλέξατε από κοινού να φιλοξενήσει αυτό που μαζί φτιάξατε, αυτό που μαζί αποκαλούσατε «αγάπη».

Βάλατε τη φαντασία σας κι όλο σας το μεράκι για αυτόν το χώρο, γιατί για εσάς δεν ήταν απλά ένα σπίτι, ήταν το σπίτι σας, το καταφύγιό σας! Σχεδόν όλη η γειτονιά είχε πάρει χαμπάρι τον έρωτά σας, χαμογελώντας κάθε φορά που σας έβλεπε, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου, να μπαίνετε και να βγαίνετε μαζί απ’ το ίδιο διαμέρισμα.

Δε σας δέσμευε η συγκατοίκηση. Είχε ο καθένας την ξεχωριστή ζωή του πέρα απ’ την κοινή δική σας. Ήταν άξιο θαυμασμού το πώς καταφέρνατε πάντα να κρατάτε τις ισορροπίες πέφτοντας κάθε βράδυ για ύπνο αγκαλιασμένοι και ποτέ μαλωμένοι. Γιατί, καλώς ή κακώς, η συμβίωση δε συνεπάγεται μονάχα αγάπες και λουλούδια. Λίγο η τριβή, λίγο η ρουτίνα θα υπάρξουν εντάσεις, τσακωμοί, φωνές. Το θέμα είναι πώς θα αντεπεξέλθετε σε αυτήν την κατάσταση, ώστε να την ξεπεράσετε και να επανέλθετε πάλι στους φυσιολογικούς σας ρυθμούς. Εκεί είναι που θα φανεί πραγματικά η αμοιβαιότητα κι ο φόβος του μοιραίου.

Υπάρχουν, όμως, κι εκείνες οι καταστάσεις που απλά δε γίνεται να λυθούν, δεν είναι εφικτοί οι συμβιβασμοί, έχει εξαντληθεί κάθε ίχνος υπομονής. Όσες προσπάθειες κι αν κάνει ο ένας να κρατήσει την ισορροπία και να ισοσταθμίζει λίγο την κατάσταση, αν και απ’ την απέναντι πλευρά δεν υπάρχει ανταπόκριση και κατανόηση, πόσο να αντέξει αυτή η σχέση;

Κι έρχεται η στιγμή που αποφασίζεται από κοινού πως δεν πάει άλλο, πως κάπου χάθηκε η επαφή, χάθηκε η χημεία. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη την άβολη εκείνη στιγμή που ξεστομίζεται το αντίο. Η απόφαση πάρθηκε! Δε βγαίνετε πλέον πιασμένοι χέρι-χέρι απ’ την πόρτα του σπιτιού. Τώρα ένα χέρι κρατάει σφιχτά τις αποσκευές και κάθε άλλο προσωπικό αντικείμενο, το χέρι αυτού που πρώτος θα έκανε το βήμα, αν όχι την υποχώρηση, να φύγει.

Κλείνοντας την πόρτα πίσω του και ρίχνοντας μια τελευταία ματιά, επαναφέρει για ακόμη μια φορά στο μυαλό του όλες τις εικόνες και τις στιγμές που έζησε σε αυτό το σπίτι. Ένα αχνό γλυκόπικρο χαμόγελο στο πρόσωπό του κι η μεγάλη έξοδος. Ένας που φεύγει κι ένας, όμως, που μένει πίσω, στο σπίτι που κάποτε αντηχούσε φωνές και γέλια δύο ερωτευμένων και τώρα το πνίγει μια ενοχλητική σιγή.

Έμεινες πίσω. Πόσο κουράγιο μάζεψες ώστε να αντέξεις να μείνεις σε εκείνο το σπίτι; Ένα σπίτι που κάθε τετραγωνικό του έχει μνήμη. Γιατί θέλοντας και μη, πονάει να βρίσκεσαι στο χώρο που κουβαλά αναμνήσεις από μια σχέση που δεν υπάρχει πια, που διακοσμείται από αντικείμενα που διάλεξε κάποιος που δε ζει πια εδώ. Είπες θα προσπαθήσεις να πας παρακάτω, ότι θα το ξεπεράσεις. Πώς, όμως, γίνεται να το κάνεις αυτό μένοντας στο σημείο που σε κάνει χαρούμενο και δυστυχισμένο την ίδια στιγμή; Αντέχεις να ανοίγεις την πόρτα και να μην είναι κανένας εκεί να σε υποδεχτεί; Να πέφτεις μόνος στο ίδιο κρεβάτι που άλλοτε πέφτατε δύο αγκαλιά;

Όχι, δεν αντέχεις, κανείς δεν αντέχει, κι όσο πιο σύντομα το συνειδητοποιήσεις, τόσο το καλύτερο για εσένα! Παίρνεις έτσι τελικά την απόφαση πως τίποτα πια δε σε κρατάει σε εκείνο το σπίτι και πως ήρθε πια η ώρα να φύγεις, να πάρεις αποστάσεις απ’ το παρελθόν.

Πακετάρεις, το μετανιώνεις, ξεπακετάρεις και μετά πακετάρεις ξανά. Για πολλές ακόμα ώρες επαναλαμβάνεται το ίδιο μοτίβο, ώσπου να μαζέψεις επιτέλους τα κομμάτια σου και να πεις «τέλος, τώρα θα φύγω»! Τα πράγματά σου μετά από πολλή ώρα και σκέψη μπήκαν σε κούτες και τελικά στάλθηκαν στο νέο σου σπίτι που σηματοδοτεί τη νέα σου ζωή, το καινούργιο ξεκίνημα που είσαι έτοιμος να κάνεις. Δεν υπάρχει πια γυρισμός.

Πριν κλείσεις οριστικά την πόρτα πίσω σου, στέκεσαι λίγο στο άδειο σπίτι και κλείνεις τα μάτια. Αισθάνεσαι πως ακούς εκείνες τις φωνές, τις δικές σας φωνές. Φέρνεις μια-μια στο μυαλό σου στιγμές, τις δικές σας στιγμές. Και μετά χαμογελάς. Και λίγο πιο μετά ξεσπάς σε κλάματα. Όχι, δεν έμεινε πλέον τίποτα που να σου λέει «μείνε»! Όλα πονάνε, όλα είναι άδεια.

Φεύγεις και κλείνεις την πόρτα πίσω σου. Όχι μόνο την πόρτα εκείνου του σπιτιού αλλά και του παρελθόντος. Μη φοβηθείς να πας παρακάτω και να ζήσεις. Δε θα πονάς για πάντα. Ίσως χρειαστείς καιρό μέχρι να σταθείς στα πόδια σου ξανά, αλλά είσαι πιο δυνατός από όσο νομίζεις.

Ανοίγοντας την πόρτα του καινούργιου σπιτιού, αυτομάτως ανοίγεις και την πόρτα της καινούργιας σου ζωής. Τι περιμένεις;

Συντάκτης: Παρασκευή Μπάρδα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη