Το ραδιόφωνο πάντα αποτελούσε έναν τρόπο φλερτ για τους ανθρώπους κι ένα τραγούδι ήταν πάντα η αφορμή για να έρθουν δύο άνθρωποι πιο κοντά. Οι αφιερώσεις έδιναν κι έπαιρναν μέσω του τηλεφώνου, κάθε φορά που ο σταθμός σου έπαιζε το αγαπημένο σου τραγούδι κι εσύ καλούσες το άλλο σου μισό, του το αφιέρωνες στο ακουστικό, ακόμη και με παραγγελιά στον αγαπημένο σου ραδιοφωνικό παραγωγό.

Και οι εποχές αυτές έχουν αλλάξει, αλλά όλοι πιστεύω νοσταλγούμε αυτόν τον μελωδικό και λιγάκι ρομαντικό τρόπο του φλερτ. Ήταν η εποχή που ξημεροβραδιαζόμασταν πάνω από ένα ραδιόφωνο, ακούγοντας τον αγαπημένο μας παραγωγό και περιμέναμε για μια αφιέρωση-έκπληξη απ’ το πρόσωπο που μας έκαιγε. Στα τοπικά ραδιόφωνα τα πράγματα ήταν πιο εύκολα, καθώς ο ένας ήξερε τον άλλον πολύ καλύτερα σε σχέση εκείνα που εξεπεμπαν πανελλαδικά και δεν μπορούσες εύκολα να αποκτήσεις αυτή την αίσθηση κοινού μυστικού στις αφιερώσεις σου.

Υπήρχε μια γλυκιά συνωμοσία μεταξύ της εκπομπής και των ακροατών και σαν άλλοι κατάσκοποι περιμέναμε να αποκωδικοποιήσουμε τα μηνύματα και τις αφιερώσεις, αναρωτώμενοι για ποιον Γιώργο και για ποια Μαρία πάει τελικά το κομμάτι. Κι ήταν όμορφες οι βραδιές εκείνες που παίρναμε αγκαλιά ένα βιβλίο να διαβάσουμε, ακούγοντας την εκπομπή και καρδιοχτυπώντας συνεχώς, αν ο παραγωγός θα πει σωστά την αφιέρωση για το αγαπημένο μας πρόσωπο, όπως ακριβώς την έχουμε στείλει, αν θα κάνει σχολιασμό και φυσικά αν θα βάλει το σωστό και το κατάλληλο τραγούδι, αυτό το τραγούδι που μπορεί να κάνει το πρόσωπο να μας δει με άλλα μάτια.

Κι αυτή η εποχή αν κι έχει περάσει ανεπιστρεπτί και μας λείπει, ήταν μια όμορφη εποχή. Κυρίως γιατί ήταν μια ανέμελη εποχή, δίχως τον βομβαρδισμό των μηνυμάτων στα Social Media και δίχως την έξαρση του φαινομένου να κανονίζουμε ραντεβού μέσω των προφίλ μας εκεί. Εκείνη η εποχή διακρίνεται από γαλήνη και φως. Είναι μια εποχή, που, οι περισσότεροι έχουμε βαθιά κρυμμένη στην καρδιά μας και την αναπολούμε διαρκώς.

Ήταν μαγική η στιγμή που ο ραδιοφωνικός παραγωγός ανακοίνωνε τις αφιερώσεις. Καταλάβαινες το ύφος κάποιου μόνο και μόνο απ’ το τραγούδι που είχε επιλέξει. Απ’ την αφιέρωση: «Ο Γιάννης αφιερώνει το επόμενο τραγούδι στη Μαρία θέλοντας να της εκφράσει τον έρωτά του» μέχρι την αφιέρωση ότι: «Να γνωρίζει η φίλη μας η Δέσποινα ότι ο φίλος μας ο Χρήστος θα είναι απόψε στο τάδε μπαρ και πολύ θα ήθελε να τη γνωρίσει. Σ’ έχει δει, σ’ έχει θαυμάσει, αλλά δε σου έχει μιλήσει. Και ήρθε η ώρα να το κάνει μέσα απ’ την εκπομπή μας.».

Και γνώριζες πάντα τις συνέπειες μιας δημόσιας αφιέρωσης. Για την ακρίβεια όλοι γνωρίζαμε τις συνέπειες. Και την καζούρα που θα τρώγαμε στο σχολείο το επόμενο πρωί, αλλά και τη χυλόπιτα που ενδεχομένως μπορεί να μας ερχόταν απ’ το πρόσωπο που μας ενδιέφερε. Μπορεί στις αφιερώσεις να μην έλεγαν το επώνυμό τους, αλλά μεταξύ μας λίγο-πολύ όλοι ξέραμε για ποιον χτυπάει η καμπάνα. Μερικοί βέβαια ήθελαν να κρατήσουν κρυφή την ταυτότητά τους κι αφιέρωναν με ψευδώνυμο ή κάποιο άλλο όνομα που γνώριζε μόνο ο παραλήπτης.

Θα έλεγε κανείς ότι οι αφιερώσεις στο ραδιόφωνο ήταν ένας τρόπος προσέγγισης που δημιούργησε μια σχολή, έναν τρόπο συγκεκριμένο που πολλοί άνθρωποι έβλεπαν τα πράγματα στο φλερτ, διακριτικό αλλά και γκράντε ταυτόχρονα. Ήταν η χρυσή εποχή για το ραδιόφωνο που κυριολεκτικά δεν έκλεινε στα σπίτια και τα αυτοκίνητά μας. Ήταν μέρος της ζωής μας και του έρωτά μας κι οι περισσότεροι άνθρωποι, μπορούσαν απλά και μόνο με ένα SMS ή μια τηλεφωνική επικοινωνία να αφιερώσουν το αγαπημένο τους τραγούδι, στον άμεσα ενδιαφερόμενο αγαπημένο τους.

Κάποιοι ραδιοφωνικοί σταθμοί, στο πνεύμα εκείνης της εποχής, έχουν κρατήσει στις εκπομπές τους τις αφιερώσεις. Προσφέρουν τη δυνατότητα να πει πολλά περισσότερα κανείς με ένα τραγούδι, απ’ ό,τι θα έλεγε αν έβλεπε τον άλλον μπροστά του ξαφνικά. Άλλωστε οι άνθρωποι σε μια πρώτη γνωριμία με κάποιον, είναι αρκετά ευάλωτοι και ντροπαλοί, μ’ αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξωτερικεύσουν τα συναισθήματά τους. Έτσι λοιπόν καταφεύγουν στις αφιερώσεις μέσω του ραδιοφώνου, για να φλερτάρουν με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο. Όχι μέσω ενός σκουντήματος στο προφίλ τους στα Social Media, αλλά με μια μελωδία που δημόσια και μυστικά ταυτόχρονα θα φανερώνει όλα όσα αξίζουν να ειπωθούν.

Συντάκτης: Ανδρέας Πετρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου