Στη ζωή μας ή/και στον καθρέφτη μας όλοι κατά καιρούς έχουμε συναντήσει ανθρώπους που είτε λίγο είτε πολύ γκρινιάζουν, συχνά για εντελώς άκυρα κι ανούσια θέματα ενώ πολλές φορές γίνονται η αιτία να εκνευρίζουν τους γύρω τους, αφού η μίρλα τους έχει τελικό αποδέκτη οποιονδήποτε ατυχώς βρεθεί εκείνη τη στιγμή στον δρόμο τους, προσφέροντας λόγους να τσακωμούς και μια πρόκληση να συγκρατήσουμε την υπομονή μας. Για τους πιο οικείους μας ψελλίζουμε στον εαυτό μας ότι έτσι είναι οι φίλοι και πρέπει να τους αποδεχόμαστε ακριβώς όπως είναι, έστω κι αν είναι λίγο (ή και πάρα πολύ) πρήχτες -με αγάπη πάντα.

Η γκρίνια, κατά τους ψυχολόγους, αποτελεί έναν τρόπο εκτόνωσης της ψυχικής μας έντασης απ’ το στρες που δεχόμαστε καθημερινά απ’ το περιβάλλον μας και τους γύρω μας. Πολλές φορές, όμως, γίνεται η αιτία για τη φθορά ή και τη διάλυση των διαπροσωπικών μας σχέσεων. Ούτε η πλήρης απουσία της, βέβαια, βοηθάει. Είναι η ψυχική φόρτιση που συσσωρεύει ένα άτομο μέσα του, κι αν του στερήσεις τη χαρά της απελευθέρωσής της, μπορεί στο τέλος και να σκάσει· κυριολεκτικά.

Αν θέλουμε να ‘μαστε ειλικρινείς, όλοι είμαστε επιρρεπείς στο να γκρινιάζουμε ή –για να το στρογγυλέψουμε λίγο– να παραπονούμαστε, δίχως σημαντικό λόγο και σοβαρή αιτία πολλές φορές, γιατί απλώς επιθυμούμε να μας κάνουν τα χατίρια οι άλλοι ή να περνάει πάντα το δικό μας, αφήνοντας τον έλεγχο στο κακομαθημένο και πεισματάρικο πιτσιρίκι που ζει μέσα μας.

«Αν δεν γκρινιάξεις, δεν πρόκειται να πάρεις αυτό που θες». Κάπως ανώριμη τοποθέτηση μεν αλλά αυτή τη φράση αυτή μπορείς να την πεις και μότο στη ζωή μερικών ανθρώπων που ανήκουν  στο περιβάλλον μας. Νιώθουν μια ικανοποίηση όταν γκρινιάζουν, ίσως και να γίνεται για να βρίσκονται συνεχώς στο επίκεντρο, επιζητώντας την προσοχή όλων. Ως παιδιά όλοι γκρινιάζαμε. Κάποιοι μάλιστα όταν ήμασταν μικρά νευριάζαμε τόσο πολύ αν δεν είχαμε το αποκλειστικό ενδιαφέρον των δικών μας, που μπορούσαμε να μιλάμε ακατάπαυστα για ώρες -μάλλον εκεί πήραμε το μάστερ μας στη μίρλα.

Και δεν είναι ανάγκη να υπάρχει όντως πρόβλημα ή να σε αδικεί κάποιος για να ξεκινήσεις τα παράπονα. Οι άνθρωποι που γκρινιάζουν σχεδόν επαγγελματικά, δεν εξαρτώνται απ’ τις συνθήκες. Πλάθουν την εικόνα που τους συμφέρει κι ακόμα κι αν έχουν οι ίδιοι άδικο, θα προσπαθήσουν να μας πείσουν για το αντίθετο.

Για κάποιους η γκρίνια αποτελεί την καλύτερη στρατηγική τους. Το πιο δυνατό χαρτί στην τράπουλα του μυαλού τους. Φτάνουν στα όριά τους συντρόφους, συγγενείς και φίλους μέχρι να αγγίξουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, ώστε να σταματήσουν να γκρινιάζουν. Μια καταπιεσμένη οργή κι ένα θαμμένο παράπονο που αναδύεται σε κάθε ευκαιρία ή απλά μια (κακή) συνήθεια; Ίσως ούτε οι ίδιοι να μην ξέρουν.

Η πραγματικότητα είναι πως η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Προσφέρει μια ηδονική  ευχαρίστηση σε κάποιους το να γκρινιάζουν διαρκώς. Σε άλλους, πάλι, προκαλεί εκνευρισμό, ακόμη κι όταν αυτή η συμπεριφορά προέρχεται απ’ τον ίδιο τους τον εαυτό, το αναγνωρίζουν ως ελάττωμά τους που θέλουν να κόψουν.

Όλοι έχουμε όρια ανοχής κι αυτά συνήθως είναι πιο ελαστικά όταν αφορούν εμάς. Με τους άλλους είμαστε πάντα πιο αυστηροί. Στην αφεντιά μας εξασφαλίζουμε ελαφρυντικά. Την γκρίνια, άλλωστε, πολλοί αγάπησαν, τον γκρινιάρη ουδείς -με εξαίρεση ίσως αυτόν που συναντάμε στον καθρέφτη μας.

Αν ο γκρινιάρης πάντως, εκτός από στρουμφάκι, ήταν κι επάγγελμα, το μόνο σίγουρο πως θα βρισκόταν σε κορεσμό, αφού όλοι μπαίνουμε συνειδητά ή υποσυνείδητα στον πειρασμό να μεμψιμοιρούμε.

Συντάκτης: Ανδρέας Πετρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη