Το καλοκαίρι πέρασε τα μισά του, ο ήλιος λιώνει το κορμάκι σου σε κάθε συνάντησή σας κι η ζέστη εκεί έξω είναι τόσο αφόρητη που θέλεις απλά να βγάλεις το πετσί σου. Ο εργοδότης σου πάλι σε σύγχυσε στη δουλειά, πήρες όμως επιτέλους εκείνη την πολυπόθητη άδεια και τώρα θα ξεκουραστείς με το ταίρι σου, κάπου μακριά απ’ τον θόρυβο της πόλης, έστω και για μερικές μερούλες.

«Τι ρομαντικό» θα πουν οι ανίδεοι, γιατί οι έμπειροι ξέρουν πως το καλοκαίρι είναι εχθρός της σχέσης, καθώς δίνει άπειρες αφορμές για εντάσεις, με τα νεύρα να ‘ναι ήδη πειραγμένα απ’ τις θερμοκρασίες. Το σενάριο, λοιπόν, ξεκινά με σας να ετοιμάζετε τα πράγματά σας, το βράδυ πριν την αναχώρησή σας.

Μια τεράστια βαλίτσα –πιο μεγάλη κι απ’ το μπόι σου– προσγειώνεται στο σαλόνι σας. Τι κι αν φεύγετε μόλις για μία βδομάδα; Γιατί να μην πάρει τριάντα μαγιό κι είκοσι διαφορετικά outfits για το νησί (που, μεταξύ μας, στις εφτά μέρες ζήτημα αν θα φορέσει τα εφτά); Και να οι πετσέτες και τα αντηλιακά (για το πρόσωπο, το σώμα, τα μαλλιά), και φυσικά παπούτσια για τρεις σαρανταποδαρούσες.

«Τι θα τα κάνουμε όλα αυτά; Το μικρό σακ βουαγιάζ θα πάρουμε», και κάπως έτσι άρχισε ο πρώτος θερινός καβγάς. Τσακώνεστε σαν το σκύλο με τη γάτα μέχρι που το λήγετε με κατεβασμένα μούτρα και το βράδυ πριν το ταξίδι σάς βρίσκει με γυρισμένες πλάτες κι ούτε απάντηση στην καληνύχτα σου. «Μα τι έπαθε τώρα; Δεν είπα κάτι κακό (!), τη βαλίτσα κατέκρινα.» Μεταξύ μας, δε σε συμφέρει να το χοντρύνεις, γιατί το επόμενο βήμα θα ‘ναι τα ρούχα σου στο μπαλκόνι και το μαξιλάρι σου στο ντους. «Μια νύχτα είναι, θα περάσει, μωρέ. Το πρωί που ταξιδεύουμε, θα ‘ναι οκ» παρηγοριέσαι.

Και περνάει η νύχτα και ξυπνάτε κι ετοιμάζεστε απ’ το άγριο χάραμα κι ένα «Τι κάνεις πια τόση ώρα; Τέλειωνε, θα χάσουμε το πλοίο» ακούγεται απ’ το βάθος, σε ντεσιμπέλ που δεν έχεις συνηθίσει. Και κάπως έτσι ξεκινάει κι ο δεύτερος καβγάς (η συνέχεια του χθεσινού είναι, μη γελιέστε, απλά επειδή βαριόσασταν και θέλατε να κοιμηθείτε τον μεταθέσατε για το πρωί). Με τα πολλά μπαίνετε στο πλοίο κι εκεί που πας να πιεις έναν καφέ, να ανοίξει το μάτι, μπας και περάσουν και τα νεύρα, σου χύνεται όλος επάνω στο μπλουζάκι. Τραγικό! Κάπου εδώ κάνει την έναρξή του ο δεύτερος γύρος: «Να, τα είδες; Αν δεν παίρναμε μεγάλη βαλίτσα, τώρα δε θα είχες μπλουζάκι να φορέσεις!» Κι εσύ κάθεσαι στη γωνιά σου, λες και σ’ έχουν μαλώσει και δε βγάζεις άχνα μέχρι να φτάσετε στον προορισμό μας.

Το πρώτο μπάνιο στο νησί είναι γεγονός κι εσύ απ’ την κούραση αλλά και τον καύσωνα δε θες να ακούς άλλο ήχο πέρα απ’ τον παφλασμό των κυμάτων. Όσο για αγκαλιές και λοιπά αγγίγματα, ονειρεύεσαι μονάχα την παγωμένη μπίρα, τον ανεμιστήρα σου ή ιδανικά το κρύο θαλασσινό νεράκι. Κι ενώ ιδρώνεις και λιώνεις σαν γρανίτα, το αμόρε θέλει ζουζουνιές, φιλιά και χάδια. Καβγάς εν όψει κι η μίρλα δε σταματά.

-Μωράκι, πας λίγο πιο ‘κει; Θα σκάσουμε!

-Γιατί δε θες αγκαλιά; Μ’ αποφεύγεις;

-Όχι, ρε μωρό μου, απλά ζεσταίνομαι.

-Ναι, καλά. Κάτι άλλο σου γυάλισε στην παραλία.

-Δεν είναι αυτό που νομίζεις.

Κι είναι κι αυτοί οι τρυφεροί και ζουζουνιάρηδες, που κανένα σαραντάρι δε μοιάζει να τους πτοεί κι επιμένουν ακόμα και μες στη ζέστη ν’ αγκαλιάζονται σφιχτά και να περπατούν χέρι-χέρι. Αυτοί μας κάνουν τη ζημιά!

-Να! Τους βλέπεις αυτούς πόσο ερωτευμένοι είναι;

-Έλα, ρε αγάπη μου, τώρα, αυτά είναι παιδιάστικα.

-Ναι καλά. Πες ότι δες θέλεις να μας δουν μαζί!

Καλοκαιρινές ρομαντζάδες δε θέλατε με τον υδράργυρο να χτυπάει κόκκινο; Φάτε τώρα καβγαδάκι χωρίς λόγο. Τα ‘χουν αυτά οι θερινές ζευγαρίστικες διακοπές. Γι’ αυτό υπομονή, πολλά ντους, πολλά υγρά, και μην υποτιμάμε το «μακριά κι αγαπημένοι», από Σεπτέμβρη και πάλι αγκαλίτσες. Όσο για την γκρίνια, αυτή είναι η νοστιμιά της αγάπης.

Συντάκτης: Ανδρέας Πετρόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη