Ο ουρανός σκοτεινός, είχε νυχτώσει εντελώς και μόνο κάτι φανάρια απ’ τον πεζόδρομο της κρατούσαν συντροφιά εκείνο το βράδυ. Χαμογελούσε γεμάτη ευχαρίστηση, σε λίγο θα έφτανε στον προορισμό της. Η ώρα ήταν περασμένη κι η κίνηση στους δρόμους μηδενική. Εκείνη, όμως, δε φοβόταν.

Η μητέρα της επέμενε πως δεν μπορούσε μια κοπέλα να κυκλοφορεί τόσο αργά ολομόναχη σε τόσο απομονωμένη περιοχή και σίγουρα όχι με αυτή τη φούστα. Μα γιατί, τι κακό είχε αυτή η φούστα; Ήταν απ’ τα αγαπημένα της ρούχα, της ταίριαζε, εφάρμοζε φανταστικά πάνω της. Α, το κακό της, το παράπτωμά της, ξέρετε, ήταν πως ήταν μίνι. Ήταν καταδικασμένη να μη βγει απ’ την ντουλάπα της, αλλά εκείνη δεν υπάκουσε. Αρνούνταν υποταχτεί στα «πρέπει» των άλλων και στις επιταγές μιας κοινωνίας που δε γυρνά και λιγάκι να κοιτάξει τις δικές τις ευθύνες και το δικό της το χάλι.

Η κοπέλα με τα ιδανικά της, τα όνειρα και το ζεστό χαμόγελο δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στον προορισμό της και κανείς δεν είδε το πρόσωπό της να γελά ποτέ ξανά. Πολλοί σοκαρίστηκαν, άλλοι οργίστηκαν. Οι αντιδράσεις ποίκιλλαν. Ο νους δεν το χωρούσε, πώς κάνεις κάτι τέτοιο σε έναν άνθρωπο; Ύστερα άκουγες και τα «Μα τι ήθελε κορίτσι πράγμα ασυνόδευτο στους δρόμους τέτοια ώρα;» Προκάλεσε με το ντύσιμό της δήλωναν κάποιοι. Κι εγώ ήθελα να σπάσω το κινητό μου απ’ την αηδία, να μη βλέπω, να μην ακούω την υποκρισία τους.

Ύστερα το σκηνικό αλλάζει. Αυτή τη φορά ο ουρανός είναι φωτεινός κι ο ήλιος ψηλά λάμπει πάνω στα πρόσωπα των περαστικών. Όλα μοιάζουν φυσιολογικά, τίποτα ασυνήθιστο. Βρισκόμαστε σε ένα πάρκο, παιδικές φωνές το κατακλύζουν, παιχνίδι μαζί με ξεγνοιασιά. Ένα ζευγάρι φτάνει. Πιασμένοι απ’ το χέρι. Κοιτάς στα μάτια και βλέπεις έρωτα, αθωότητα, δύο ανθρώπους που απλά ήθελαν να απολαύσουν ο ένας τη συντροφιά του άλλου, ένα ζεστό πρωινό του καλοκαιριού. Το ζευγάρι συνομιλούσε, απορροφημένοι ο ένας απ’ τον άλλον δεν έβλεπαν, δεν μπορούσαν άλλωστε να δουν, τα σύννεφα που σχηματίστηκαν στα μάτια των μητέρων, σύννεφα οργής.

Συσπειρώθηκαν απέναντί τους.  Μια ομάδα σχημάτισαν και κινητοποιήθηκαν για να τους διώξουν απ’ το παγκάκι που κάθισαν απλά για να χαρούν τον ίσκιο του. Απειλές ξεστόμιζαν εναντίον τους. Δεν είχαν το δικαίωμα να βρίσκονται εκεί, να χαρούν τον έρωτά τους, μόλυναν με τις υπάρξεις τους. Έθεταν σε κίνδυνο την αθωότητα των παιδιών τους. Σύντομα εμφανίστηκαν κι οι πατεράδες ανήσυχοι. Πλέον ο ήλιος κρύφτηκε κάτω από βλέμματα μίσους. Το ζευγάρι έφυγε απ’ το πάρκο, όπως ήρθε όμως. Πιασμένο χέρι-χέρι, με την ίδια αγάπη.

Μια τελευταία ιστορία. Διαφορετική απ’ τις προηγούμενες. Το αγόρι με τις σοκολατί μπούκλες και τη μεγάλη καρδιά. Έτσι τον έβλεπαν οι γονείς του κι έτσι συνέχισαν, ακόμη κι όταν αυτή η καρδιά έπαψε να χτυπά. Το αγόρι που δε φοβόταν τίποτα υπερασπίστηκε κάποιον.  Κάποιον που για τους υπόλοιπους ήταν καταδικασμένος εξαρχής, γιατί δεν ήταν όμοιός τους, για το αγόρι όμως ήταν απλά ένας άνθρωπος, όπως κι αυτός. Το αγόρι δε δίστασε στιγμή. Υπερασπίστηκε με σθένος τον αβοήθητο  άνθρωπο, το δικαίωμά του να ζει και να απολαμβάνει τα αγαθά που προσφέρει η ζωή. Συνέχισε να υπερασπίζεται και να παλεύει ακόμη κι όταν υψώθηκε πάνω του το τελευταίο χτύπημα, το μοιραίο.

Ιστορίες που συμβαίνουν καθημερινά. Άλλοτε τόσο κοντά μας κι άλλοτε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Μένουμε εμβρόντητοι και πάντα αδυνατώντας να κατανοήσουμε το γιατί, με μπερδεμένα συναισθήματα να μας πλημμυρίζουν. Το ερώτημα που συχνότερα τριβελίζει το μυαλό μας, σε κάθε περίπτωση, είναι αν είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Μήπως η ύπαρξή μας ζει και τρέφεται μέσα από μια φούσκα οφθαλμαπάτης; Άραγε, πόσο πραγματική είναι η ελευθερία μας, όταν ακόμα οι ζωές μας απειλούνται, αν δε μοιάζουν «κανονικές», αν δεν είναι συμβιβασμένες, αν δε χωνέψουν πως πρέπει να ζουν μες στον φόβο; Οι επιλογές μας ένα αποτύπωμα του ποιοι είμαστε, της ταυτότητάς μας.

Τα όρια ξαφνικά θολώνουν, όμως κι οι γραμμές ακαθόριστες. Το αυτονόητο, το πασιφανές χάνει την αξία του. Το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στο σώμα μου γίνεται όπλο εναντίον μου. Δεν μπορώ να φορέσω τη φούστα μου, μαμά, μπορώ μονάχα να φοβάμαι τις σκιές που παραμονεύουν στο σκοτάδι. Αγαπώ έναν άνθρωπο, ξέρεις, όμως αν δε μου μοιάζει, αν είναι εκείνη κι όχι εκείνος, αν δεν τον εγκρίνετε, δε μου επιτρέπεται να τον αγαπώ. Μπορώ να εκφέρω ελεύθερα τη γνώμη μου και να προσφέρω τη βοήθειά μου σε όσους την έχουν ανάγκη; «Εννοείται» θα πουν πολλοί, αδιανόητο το αντίθετο, μα όσοι το τόλμησαν πλήρωσαν τίμημα ακριβό. Ελεύθεροι για τα μάτια του κόσμου. Είμαστε ελεύθεροι να ντυνόμαστε όπως θέλουμε, να αγαπάμε όποιον επιθυμούμε, να εκφραζόμαστε ελεύθερα, αλλά –μη βιάζεστε– με κάποιους όρους, προφανώς.

Φτιαχτή η ελευθερία μας, έτσι, για το θεαθήναι μόνο, μέχρι να πέσουν οι μάσκες.  Γιατί όταν επιβάλλονται «πρέπει» πάνω στα «θέλω» μας κι απειλούμαστε επειδή είμαστε αυτό που είμαστε κι όχι αυτό που θα ‘θελαν άλλοι να γίνουμε, χρειαζόμαστε ένα χέρι να μας τραβήξει γερά και να μας βγάλει απ’ τη φούσκα της οφθαλμαπάτης. Μόνο τότε όταν ξυπνήσουμε θα ‘μαστε αληθινά ελεύθεροι.

Συντάκτης: Έμμα Σέικο
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη