Είναι μια Μεγάλη Παρασκευή σαν όλες τις άλλες, σε μια ελληνική επαρχιακή πόλη. Κάποιοι βάφουν τα αυγά με καθυστέρηση, άλλοι βοηθούν στο στόλισμα του επιταφίου και κάποιοι επισκέπτονται αποθανόντες συγγενείς ως φόρο τιμής, μιας και το έθιμο το απαιτεί. Η πεντάχρονη Έλσα επισκέφθηκε τον τάφο του παππού της μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια για να ανάψει ένα κεράκι. Στο κλίμα κατάνυξης και σεβασμού προς τον νεκρό, όλοι έμεναν σιωπηλοί. Η φωνή της ήταν η μοναδική αιτία για να διαταράξει την ηρεμία.

«Μπαμπά, μπαμπά, γιατί  ο τάφος του παππού έχει φυτρωμένα ραδίκια;»

«Γιατί  παιδί  μου, είτε το θέλουμε, είτε όχι, όλοι κάποτε λίπασμα θα γίνουμε» αποκρίθηκε ο μπαμπάς με ένα χαμόγελο όλο νόημα.

Τα χρόνια πέρασαν, η Έλσα έφτασε στα δεκαεννιά, και μια Μεγάλη Παρασκευή, σαν όλες τις άλλες, αποφάσισε να επισκεφθεί το παλιό νεκροταφείο. Μόνο που στη θέση του τάφου του παππού, βρισκόταν αυτός του μπαμπά της, με δυο ραδίκια φυτρωμένα ανάμεσα στα διακοσμητικά φυτά.

Δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια της, παρ’όλο που οι περιστάσεις απαιτούσαν το αντίθετο. Ήταν λες και το μακάβριο αστείο του μπαμπά της κάποια χρόνια πριν, επαναλαμβανόταν.

Και ήταν ακριβώς η επανάληψη αυτής της σκηνής που την έκανε να γελάσει, παρά τα όποια άσχημα συναισθήματα είχε. Γιατί αυτό ακριβώς είναι το μεγαλείο της ειρωνείας. Να καταφέρνεις να γελάς, ακόμα και με πράγματα που σε επηρεάζουν άμεσα και άσχημα.             

Να φτάνεις σε σημείο να βρεις το αδύναμο σημείο του συνομιλητή σου και αντί να φτάσεις στον εξευτελισμό και την ταπείνωση της άλλης πλευράς  –που μάλιστα είναι πανεύκολο–, να συμπάσχεις σε αυτό σαρκαστικά. Προσβολή με το γάντι, η οποία μάλιστα δε γίνεται καν αντιληπτή. Αν αργότερα θα σου βγει σε κακό, είναι ένα άλλο θέμα, που δυστυχώς δεν είσαι σε θέση να το καθορίσεις.

Είναι πολλές οι φορές που η ειρωνεία λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που η κατά μέτωπον επίθεση είναι κοινωνικά κατακριτέα και ηττείται κατά κράτος από τον περίγυρο, αποτελεί τη μοναδική λύση για να καταφέρει κανείς να εκφράσει την άποψή του, χωρίς να υποστεί οποιαδήποτε συνέπεια.

Εκτός από μηχανισμό επιβίωσης, αποτελεί και μέσο ψυχαγωγίας. Εϊναι απολαυστικό να βλέπει κανείς ανθρώπους να ενστερνίζονται απόψεις οι οποίες έχουν ειπωθεί με το απολύτως αντίθετο νόημα από αυτό με το οποίο αρχικά διατυπώθηκαν και να μην το παίρνουν χαμπάρι. Όσο πιο εγκλωβισμένο είναι ένα άτομο στον μικρόκοσμό του, τόσο δυσκολότερο γίνεται να ερμηνεύσει ένα ειρωνικό μήνυμα.

Αν και φαίνονται αντιδιαμετρικά αντίθετες, οι εκφράσεις: «Μα είναι δυνατόν να ξυπνήσω στο σαλέ στην Αράχωβα και να μη μου έχουν φέρει μπουρεκάκια σολωμού;» και «Αυτοί που έχουν τα λεφτά μας παρακολουθούν», είναι εξίσου πιστευτές από τα αντίστοχα κοινωνικά στρώματα, παρά την ανακρίβειά τους.

Η ειρωνεία μπορεί να νικήσει κατά κράτος και με στιλ ακόμα και την πιο θρασύτατη επίθεση. Θέλει όμως προπόνηση και είναι δύσκολος ο δρόμος μέχρι να μάθει κανείς να τη χρησιμοποιεί σωστά.

 

Συντάκτης: Τίνα Μπαρμπάτσαλου