Όλοι μας, λίγο-πολύ, έχουμε κατά καιρούς ακούσει διάφορα παρατσούκλια, εκτός απ’ το κανονικό μας όνομα. Γυρνάμε και σ’ άλλες προσφωνήσεις, δηλαδή, πέρα από ‘κείνο που αναγράφεται στην ταυτότητά και φέρουμε απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε. Είναι όμως και κάτι περιπτώσεις που ίσως ποτέ (εντάξει, υπερβολές), έστω σχεδόν ποτέ δεν έχουν ακούσει το μικρό τους όνομα. Μόνο η μαμά τους το ξέρει κι εκείνη μερικές φορές ούτε καν το επικαλείται, αφού απευθύνεται μονίμως με κάτι «παιδί μου», «καμάρι μου», «κουκλί μου» και λοιπά. Ας ξετυλίξουμε, όμως, το κουβάρι απ’ την αρχή, ή έστω ας κάνουμε μια ταπεινή προσπάθεια.

Η αρχή του κακού γίνεται στο σχολείο, εκείνο το μαρτύριο που μας βρίσκει στα τρυφερά μας έξι χρόνια. Τότε που η τάξη είχε τρεις Μαρίες κι άλλους τέσσερις Γιώργους. Τι να κάνει κι εκείνη η δόλια η δασκάλα, σας ξεχώριζε με το επώνυμο κι όλα καλά. Ε, κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Η συμφορά (καλά, κόψε κάτι) που σε βρήκε είναι πως θα κουβαλάς μια ζωή ένα όνομα κοινό και συνηθισμένο, οπότε πρέπει οι άλλοι να βρουν κάποιο τρόπο να σε ξεχωρίζουν απ’ το πλήθος. Εναλλακτικά, εστίασαν στο επίθετο, ανεξάρτητα απ’ το μικρό σου, γιατί ήταν κάπως ιδιαίτερο ή το ξεκίνησε κάποιος για πλάκα και δεν άργησαν να κολλήσουν κι οι υπόλοιποι.

Στο προκείμενο, πόσες φορές έχεις ακούσει το επώνυμό σου σε τόσους διαφορετικούς τόνους κι από λογιών-λογιών χροιές να σε φωνάζουν, είτε χαρούμενα και παιχνιδιάρικα, από φίλους και φλερτάκια είτε απότομα κι αυστηρά από καθηγητές κι εργοδότες. «Αχ, καλέ κυρία, πάλι ο Παπαδόπουλος έξω;»

Επιστροφή και πάλι στα παλιά. Κάπου στο σχολείο, εκεί στην εφηβεία, ξεκινάς τις πρώτες σου πιο σοβαρές κοινωνικές σχέσεις, άλλες πιο δυνατές που εξελίσσονται σε φιλίες κι άλλες πιο τυπικές ή εν δυνάμει ερωτικές. Η ηλικία σηκώνει παρατσούκλια και πειράγματα κι αν κάποιος σε φωνάξει μια φορά με το επίθετό σου κι εσύ στραβώσεις, θα φροντίσει όλη η παρέα να ξεχάσει το όνομά σου. Κι όταν πάνε να σε συστήσουν ίσως σε ένα καινούριο επίδοξο φλερτ, για να σπάσουν τον πάγο και λίγη πλάκα μαζί σου, πάλι το ίδιο θα κάνουν.

Αφρούς αρχίζεις να βγάζεις, αλλά το κρύβεις γιατί δε θες να δείξεις τον κακό σου εαυτό ακόμα στη νέα σου γνωριμία. Και τα χρόνια περνούν, κι οι φίλοι γίνονται αδέλφια και το επίθετό σου είναι κάτι σαν δικό σας inside joke. Κρίμα τα έξοδα για τα βαφτίσια, αφού το όνομά σου κοντεύεις πια να το ξεχάσεις μέχρι κι εσύ.

Αφήνοντας τις παρέες και τον χαβαλέ, είναι κι οι κατηγορίες των ανθρώπων που μπαίνουν στη ζωή σου επιδεικτικά, που (για λόγο ή χωρίς) η επαφή σας χαρακτηρίζεται από μια αντιπάθεια (ίσως αμοιβαία) και που ποτέ δε χρησιμοποιούν το μικρό σου όνομα. Θέλουν να χτίσουν ένα τείχος τυπικότητας κι απρόσωπης σχέσης με εσένα. Θέλουν να δείξουν πως είναι ανώτεροι, είτε κοινωνικά είτε εργασιακά, πως δε σε ξεχωρίζουν απ’ το πλήθος, δεν έχουν καμία πρόθεση ανάπτυξης οικειότητας και δε θα μπουν καν στη διαδικασία να μάθουν λεπτομέρειες για εσένα. Ναι, ακόμα και το όνομά σου λεπτομέρεια θεωρείται γι’ αυτούς, το επώνυμό σου τους αρκεί να ξέρουν ποιος είσαι και τι πρέπει να φέρεις εις πέρας.

Ίσως είναι κομπλεξικοί προϊστάμενοι, ξινοί συνάδελφοι, άνθρωποι που απέρριψες ερωτικά και θεωρούν πως αποκαλώντας σε με το επίθετό σου σού κάνουν εμφανή τη σιχασιά τους απέναντί σου. «Παπαδόπουλε, ακόμα εκείνη η αναφορά;», «Παπαδόπουλε, κι εσύ εδώ;». Γι’ αυτούς δεν έχεις όνομα κι ιδανικά δεν έχεις καν θέση δίπλα τους.

Είναι, λοιπόν, τα κολλητάρια σου, οι πολύ δικοί σου άνθρωποι, εκείνοι που σε λατρεύουν ή σε γουστάρουν και προσπαθούν να σε πικάρουν, κι εκείνοι που δε σας δένει τίποτα (πλέον ή και ποτέ), οι τυπικές καταναγκαστικές συναναστροφές, που αν δε σε μισούν, έστω σε αντιπαθούν, που σε φωνάζουν μόνο με το επίθετό σου και κάπου στη μέση εσύ, που πια δε γυρίζεις καν αν κάποιος σε φωνάξει με το μικρό σου όνομα.

Συντάκτης: Άννα Αντωνίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη