Πόσο βαρετή μοιάζει απόψε η βραδιά! Ξέρεις, είναι από εκείνες που σε ‘χουν σύρει με το ζόρι απ’ το σπίτι. Λίγο γκρινιάζω και σιχτιρίζω τους φίλους μου, γιατί δε με άφησαν να κοιμηθώ κι είμαι εδώ, στο αγαπημένο μου μπαρ, κι όχι στο υπέροχο κρεβάτι μου, αγκαλιά με ένα βιβλίο και το παγωτό μου. Όλα μοιάζουν ανιαρά κι η βραδιά κυλάει αργά. Καθόμαστε στο bar, χαιρετάμε τον φίλο μας κι η ώρα περνάει με τυπικά αστεία και λίγο-πολύ ψεύτικα χαμόγελα. Μα όλα αυτά από στιγμή σε στιγμή θα αλλάξουν.

Γιατί εδώ, στο στέκι μου, μπαίνεις εσύ με τη δική σου παρέα. Σε βλέπω και το χαμόγελο το πονηρό σκάει, αβίαστα, στα χείλη. Ξέρουμε καλά κι οι δύο τι πρόκειται να συμβεί και, τελικά, μόνο βαρετό δε θα το χαρακτήριζε κανείς το βράδυ μας. Χειραψία αποδεκτή απ’ το κοινωνικό σύνολο, ένα φιλί και μια αγκαλιά που στα μάτια όλων μοιάζουν φιλικά, μόνο που εμείς οι δύο απλά δίνουμε μια άλλη ανάγνωση σε αυτά.

Κι οι παρέες μπλέκονται γιατί πολύ απλά ήθελες να ‘σαι εκεί που ήμουν κι εγώ, γιατί έπρεπε να ξέρεις τι συμβαίνει, με ποιον και γιατί μιλάω. Κι ας είμαστε ειλικρινείς, κι εγώ το ίδιο. Μοιάζουμε σαν δύο χημικά στοιχεία, που αν βρεθούν στο ίδιο δοχείο, μία πολύ ενδιαφέρουσα χημική αντίδραση πρόκειται να συμβεί. Και, μωρό μου, η δική μας μόνο χαμόγελα μπορεί να προκαλέσει. Ξέρεις εσύ, από εκείνα τα πονηρά, γεμάτα υπονοούμενα που θυμίζουν τα βράδια που έχουμε περάσει μαζί.

Οι παρέες μπλέκονται κι η οικειότητα εμφανής, τόσο που όλοι αναρωτιούνται από πού γνωριζόμαστε. Πού να τους λέμε τώρα, δεν τους αφορούν αυτά που ‘χουμε ζήσει τις αμαρτωλές μας νύχτες. Μόνο το φεγγάρι τις ξέρει, εκεί που χανόμασταν από όλους και κάπου μας έβρισκε το ξημέρωμα να βλέπουμε την ανατολή μαζί. Αλλά ας επιστρέψουμε σε αυτή τη βραδιά, που γεμάτη υποσχέσεις είναι.

Γνωρίζω τους φίλους σου, αν κι έχω ακούσει πολλά γι’ αυτούς από ‘σένα, κι εσύ ξέρεις τη δική μου παρέα. Μα να που το πάρτι ξεκινά κι ένας από αυτούς αρχίζει να δείχνει ένα ενδιαφέρον για εμένα. Μου χαμογελάς σαν να μου λες «Επ, πρόσεχε, μωρό μου, είσαι δικιά μου, μην το ξεχνάς» κι εγώ απλά σου κλείνω το μάτι. Στη συζήτηση οι συνήθεις ύποπτοι κι αστείες φράσεις που τόσο κλισέ μοιάζουν, όταν εσύ έρχεσαι και διακόπτεις την κουβεντούλα μας. Λες πόσο καλό παιδί είμαι κι ότι όποιος είναι μαζί μου είναι τυχερός. Γελάω πολύ, γιατί εμείς οι δύο ξέρουμε πως μαζί θα φύγουμε από εδώ, κι άσε τους άλλους απλά να αναρωτιούνται.

Κι όσο η νύχτα κυλά, οι διεκδικητές πληθαίνουν και να που ούτε εσύ περνάς απαρατήρητος -πώς θα μπορούσες, άλλωστε; Η γνωστή μου απ’ τη δουλειά ρωτάει για ‘σένα. Έρχεται προς το μέρος σου να γνωριστείτε και να που δε μου αρέσει και τόσο αυτό. Έρχομαι, όμως, και σας κερνάω ένα σφηνάκι και σας συστήνω, και παραξενεύεσαι κάπως, μα, μωρό μου, ας παίξουμε· παιχνίδι είναι όλο αυτό, μια περιπέτεια που θα ζήσουμε μαζί. Άσε τις σειρήνες να έρχονται και να σε πλησιάζουν, αν θες μπορείς να πας εκεί, μα εκεί δε θα ‘χεις εμένα και το ξέρεις. Δεν είναι θέμα προς διαπραγμάτευση. Το ξέρεις πολύ καλά πως τα παζάρια δε μου ταιριάζουν. Τα θέλω όλα και το «όλα» μου για απόψε είσαι εσύ.

Και να που ήρθε η ώρα να χαιρετήσω την παρέα, μαζί τους κι εσένα. Κάπου ίσως να χαλάστηκα να σε βλέπω να παίζεις με άλλες υπάρξεις, ψέματα δε θα πω -δε σου είπα ποτέ, άλλωστε. Ίσως σε αυτό που συμβαίνει μεταξύ μας να μην υπάρχει η κοινότυπη ταμπέλα του τι είναι, αλλά ξέρουμε εμείς οι δύο πόσο σπουδαίο είναι. Απόδειξη τα χαμόγελά μας. Γι’ αυτό δε θέλω επιβεβαιώσεις, αλλά χρειάζομαι ειλικρίνεια.

Το βλέμμα σου γεμάτο απορία, όσο με βλέπεις να ετοιμάζομαι, μέχρι που σκοτεινιάζει στο βήμα για τη φυγή μου. Σε φιλάω στο μάγουλο και σε χαιρετώ. Μου ψιθυρίζεις στο αφτί «Μη φύγεις». Σου απαντώ πως δεν έχω τι να κάνω εδώ άλλο πια. Απάντησή σου ένα φιλί στα χείλη, να μου θυμίσει γιατί πάντα χαμογελώ μαζί σου. Οι ερωτήσεις πέφτουν βροχή απ’ την παρέα. Δεν απαντάμε. Απλά με παίρνεις αγκαλιά και φεύγουμε.  Ώρα να δούμε τον ήλιο να ανατέλλει αγκαλιά.

Ανεβαίνω στη μηχανή κι ο δρόμος μάς ανήκει.

Συντάκτης: Άννα Αντωνίου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη