Έγινες ό,τι περισσότερο φοβόσουν, ό,τι απεχθανόσουν, ό,τι χλεύαζες. Ανθρωπάκο, ξεγελάστηκες, δεν είναι η αποτυχία κανόνας ζωής. Μια μάταιη ιστορία και μερικά τσαλαπατημένα συναισθήματα δε φτιάχνουν το βασικό κοκτέιλ της ύπαρξής σου. Αλλά, τι σου λέω τώρα εσένα, λες και με καταλαβαίνεις, λες και πείθεσαι. Εσύ κατέληξες μια κυνική μαριονέτα με δογματικές απόψεις. Απόψεις θλιβερές. Συμπεράσματα των αποδοκιμασιών που χαράχτηκαν μέσα σου.

Κρίμα. Κάποτε σε θυμάμαι να γελάς, ρε, να ονειρεύεσαι, να μας μιλάς για κρυμμένους θησαυρούς. Θυμάμαι, ακόμα, πως σε χλευάζαμε γιατί σε θεωρούσαμε ονειροπαρμένο ανθρωπάκι. Μα δεν ήσουν ανθρωπάκι. Ίσως, τελικά, και να ζηλεύαμε την απίστευτη δύναμη που είχες να καλλωπίζεις τη ζωή. Όχι, δεν ήσουν ανθρωπάκι, ήσουν επίγειος άγγελος, πανέμορφος, πιο σοφός απ’ τους σοφούς. Εσύ που τώρα μιζεριάζεις μοναχός σου, κουκουλωμένος με τον φόβο πως δεν πρέπει να επενδύεις, δεν πρέπει να αγαπάς, είναι ριψοκίνδυνο, δεν πρέπει να πετάξεις, γιατί ίσως πέσεις. Πόσο πολύ σμικρύνθηκες, ανθρωπάκο; Τόσο που ούτε ο ίδιος θα σε παρατηρούσες. Κι όλα αυτά γιατί κάποτε απέτυχες, κάποτε κάτι που αγάπησες έφυγε, κάτι που ίσως κάποια στιγμή κι εσύ να παραμέλησες.

Δεν ξέρω αν μ’ ακούς, γιατί δεν είμαι σίγουρη για το ποιος είναι ο παραλήπτης όλων των προηγούμενων. Δεν είμαι σίγουρη ποιος είναι ο ανθρωπάκος κι ούτε αν είναι μόνο ένας. Είναι λίγο ο εαυτός μου και λίγο εσύ που τόσο πολύ αγάπησα, και λίγο εσείς που γνώρισα κατά τη διάρκεια της μικρής ζωής μου. Είμαστε ανθρωπάκια, και το χειρότερο απ’ όλα είναι πως είμαστε ανθρωπάκια με μια μικρή, ντροπαλή, ελπίδα που σιγοσβήνει. Αυτή είναι που μας βρέχει τα ματόκλαδα τα βράδια. Αυτή είναι που μας γεμίζει θλίψη. Αυτή που ξέρουμε πως αν σβήσει θα πέσει η αυλαία. Όμως, πώς, ρε ανθρωπάκο; Πώς περιμένεις να σε βρει η αγάπη που τόσο αποζητάς, αν παραμένεις κουκουλωμένος με την ιδέα μιας ασφαλούς ματαιότητας;

Θα κάνω, λοιπόν, μια ύστατη προσπάθεια να σε αναστήσω, επειδή αργοπεθαίνεις κι ασχημαίνεις τον κόσμο σου. Θα απαιτήσω, λοιπόν, μια πρόβα ακόμα, να πεις τα λόγια σου σωστά, να διεκδικήσεις την ευτυχία σου, να προσελκύσεις την αγάπη που τόσο πολύ θέλησες. Μια πρόβα ακόμα, να αλλάξεις λίγο το σενάριο, να βάλεις τους κατάλληλους υπότιτλους, να συγχρονίσεις τα όνειρά σου. Μια πρόβα ακόμα, να ερωτευτείς ξανά απ’ την αρχή, να συστηθείς, να δώσεις μια χειραψία πιο δυνατή, πιο πολλά υποσχόμενη. Μια πρόβα ακόμα, μπας και καταλάβεις πως προσελκύεις όσα θεωρείς πως μπορείς να προσελκύσεις.

Όλα γίνονται όπως τα προβλέπεις, οι άνθρωποι θα σε αγαπήσουν όπως εσύ προβλέψεις, με την ένταση που μπορείς να αντέξεις. Θα σε ερωτευτούν όπως ακριβώς θα τους ερωτευτείς. Θα σε ξεγελάσουν όπως θα τους ξεγελάσεις. Αν δεν παλέψεις αυθεντικά, επειδή κρυφά φοβάσαι, μόνος σου θα προδιαγράψεις το φιάσκο σου κι η μάχη θα λήξει μάταια. Όλα θα γίνουν έτσι ακριβώς όπως τα ορίσεις. Κι αν συνεχίσεις να προβλέπεις ιστορίες επιφανειακές και κυνικές καταλήξεις, λυπάμαι αλλά μόνος σου θα οδηγείσαι στον δρόμο που τόσο πολύ απέφευγες.

Και το χειρότερο; Το πιο ειρωνικό; Το πιο θλιβερό απ’ όλα ξέρεις ποιο θα ‘ναι; Ότι οι κυνικές, οι μικρόψυχες, θεωρίες σου θα επιβεβαιώνονται κι εσύ θα νιώθεις αθωωμένος σε μια δίκη που δικαστής ήσουν εσύ και κατηγορούμενος εσύ και καταδικασμένος πάλι εσύ.  Και πόσο ηλίθιος θα ‘σαι που το κελί σου θα το ‘χεις ονομάσει πραγματικότητα.

Δεν ξέρω αν μ’ ακούς, είναι λίγο μπερδεμένο, το ξέρω. Με καταλαβαίνεις; Πιστεύεις ότι μπορείς να σηκωθείς και να γίνεις ο άγγελος που ήσουν; Τότε, εξάλλου, δεν έζησες τις πιο αγαπημένες σου στιγμές;  Τότε που τις προσέλκυες με την αύρα σου. Τώρα τι να προσελκύσεις, αφού τα φοβάσαι όλα;

Ακόμα και το μυαλό σου φοβάσαι μην τυχόν κι ελπίσει και μετά νυχτώσει ξαφνικά. Βουλιάζεις ανθρωπάκο, σύνελθε, κέρνα τον εαυτό σου ένα ποτό και κάντε μια καλύτερη συμφωνία.

Μπορείς;

Συντάκτης: Eύα Μπάκα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη