Το τέλος μιας σχέσης πότε έρχεται τελικά, όταν ειπωθεί η λέξη αυτούσια, ή μήπως έχει έρθει πολύ πιο πριν; Ποια είναι η σωστή χρονική στιγμή για να χωρίσεις χωρίς να πληγωθείς ή να πληγώσεις εκείνο το ένα άτομο που μοιραστήκατε στιγμές, φιλιά, πάθη, γέλια, φωνές που γέμιζαν τις μέρες σας; Ίσως είναι, όσο και αν σκληρό σου φαίνεται, η ίδια στιγμή που θα περάσει από το μυαλό σου ή σκέψη να χωρίσεις, ίσως αυτό να είναι και το απόλυτο καμπανάκι που σου λέει πως πρέπει να ειπωθεί και το τέλος.

Μα ο αντίλογος θα προσπαθήσει να σε πείσει πως δε γίνεται να τα παρατάς στην πρώτη δυσκολία, πως όλοι αξίζουν μια δεύτερη ευκαιρία, γιατί όλα θα φτιάξουν, όλα διορθώνονται, πως είναι ίσως κίνηση σπασμωδική, ανώριμη, τελείως εν βρασμώ. Καμία σκέψη για χωρισμό δεν έρχεται χωρίς καμία λογική, πάντα υπάρχει πίσω κείμενο, δε χωρίζεις (κατά κανόνα) επειδή βαριέσαι, μα επειδή δε λειτουργεί. Ακόμα και στην απόλυτη ευτυχία, που πιο μεγάλο ψέμα δεν υπάρχει, ο χωρισμός μπορεί να κάνει εμφάνιση ως σκέψη. Όχι δεν είναι τρέλα, δεν είναι παράνοια, ούτε αχαριστία. Είναι η φύση του ανικανοποίητου, είναι το ένστικτο του ανθρώπου να κατακτήσει την κορυφή που μέχρι χθες δεν ήξερε ότι υπάρχει. Πάντα θα θέλουμε κι άλλο κι άλλη αγάπη κι άλλο έρωτα κι άλλο χρόνο κι όταν νιώσεις πως δεν έχεις πια να πάρεις ή να δώσεις, εκείνη ακριβώς τη στιγμή είναι που παύεις να είσαι στη σχέση αβίαστα και αποκτάς μια σχέση συναλλαγής.

Απλά κάτσε να σκεφτείς το γιατί να δώσεις παράταση σε έναν αγώνα που έχεις ήδη χάσει, που αρχίζει να σε πληγώνει, να σου χαρίζει δάκρυα, φωνές, εντάσεις και μοναξιά. Για μια κούφια ελπίδα, για μια δεύτερη ευκαιρία που μέσα σου ξέρεις πως δε θα σπείρει κάτι άλλο πέρα από μια ακόμα παράταση για το αναπόφευκτο, γιατί δε θα αλλάξει ο άλλος, όπως δε θα αλλάξεις ούτε κι εσύ, γιατί δεν είναι θέμα αλλαγής, μα η ανάγκη για κάτι άλλο.

Δε χωρίζουμε γιατί φοβόμαστε, όχι τόσο να μην πληγώσουμε το άλλο πρόσωπο, ούτε να μην πληγωθούμε εμείς οι ίδιοι, αυτό που τρέμουμε είναι να μην κάνουμε το κακό ντιλ, το μη κερδοφόρο, μην και διαλέξουμε τη βαλίτσα με το ένα λεπτό και χάσουμε τα 40 χιλιάρικα. Και όταν ο φόβος αυτός σε νικάει, δίνεις μια ακόμα μέρα, ένα ακόμα μήνα, σκορπάς ψυχαναγκασμένα χαμόγελα πια, φιλιά και αγκαλιές.

Αν αυτά δε συμβαίνουν φυσικά τότε το ένστικτό σου πως έχει τελειώσει το έργο να το ακούσεις και να γράψεις τον επίλογο. Γιατί μετά, αντί για ταινία που θα σε κάνει να χαμογελάς, θα καταντήσεις να παίζεις σε σαπουνόπερα και μάλιστα κακή. Θα μπουν κι άλλοι πρωταγωνιστές, θα μπλέκονται πολλοί γιατί θα βρουν τον χώρο, θα γίνει το σενάριο μια μανιέρα επανάληψης. Και τότε εσύ θα ψάχνεις απεγνωσμένα την έξοδο κινδύνου γιατί η σχέση πια θα μοιάζει με το θέατρο της Δευτέρας.

Σκέψου λοιπόν αν θες οι αναμνήσεις σου να θυμίζουν πεδίο μάχης, να έχουν ξεφτίσει όλα τα όμορφα που ζήσατε μαζί ή ένα τέλος που σίγουρα ευχάριστο δε θα είναι, θα αφήσει στο χρόνο γλυκές στιγμές κι ένα χαμόγελο όταν βλέπεις ή σκέφτεσαι τη σχέση αυτή. Αν περιμένεις να κερδηθεί το παιχνίδι στην παράταση, πρέπει να έχεις και την τοπ ομάδα. Κι αν βγει ισοπαλία τι πειράζει κι αν χάσεις επίσης δεν πειράζει, γιατί αν ακούσεις τη σφυρίχτρα του διαιτητή, ήρθε η ώρα να χαιρετήσεις τον αντίπαλο. Ο αγώνας έληξε.

Συντάκτης: Άννα Αντωνίου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου