Λιγομίλητη, δε λες τίποτα. Σαν να ήπιε το αμίλητο νερό, σαν να μη γνώριζε καν τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι συνομιλητές της και σαν να μην καταλάβαινε τι λένε. Ασχέτως που μια χαρά καταλάβαινε, πολλά περισσότερα από όσα νόμιζαν. Συνοδευόμενα επίθετα; Απόμακρη, αντιδραστική, απομονωμένη.

Όχι, κάνεις δε θα την πλησίαζε αυτή τη φορά. Για κανέναν δε θα ξαναέσπαγε ούτε που θα ρίσκαρε να ραγίσει. Όχι επειδή φοβότανε τόσο το ράγισμα. Το βίωσε τόσες φορές, το έμαθε σχεδόν απ’ έξω. Απλά δεν άντεχε άλλη ρωγμή. Είναι ετοιμόρροπη πια. Δεν αντέχει άλλα αισθήματα, ο πάγος είναι πιο ανεκτική επιλογή.

Έτσι, λοιπόν, κάπως αναγκαία, δημιούργησε ένα τείχος προστασίας της. Εκείνο που διασφαλίζει πλέον την ψυχολογική της υγεία, που είχε απειληθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Δεν πλησίαζε άνθρωπο. Δεν άφηνε και κανέναν να την πλησιάσει. Όταν ερχόταν κάποιος κοντά, κάποιος άξιος προσοχής, ένιωθε φόβο, ανασφάλεια για ό,τι θα ήτανε ικανός να φέρει με την παρουσία του και να πάρει με την απουσία του.

Μια δική της εξωτερίκευση συναισθημάτων θα έφερνε κι άλλες πληγές, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Όπως και για το ότι κάθε επόμενο love story της θα είχε το άδοξο τέλος των προηγούμενων, γι’ αυτό δεν υπήρχε λόγος να δοκιμάσει κάτι που ήξερε πως θα την πονέσει. Όχι από κάποιο προαίσθημα, βάσει εμπειρίας και συνήθειας.

Τώρα, αν το λάθος είναι δικό της ή όλων των άλλων δεν είναι κάτι που να μπορεί να το αναλύσει ακόμη. Κι όσο κι αν ένιωθε ασφαλής στην πανοπλία της, λαχταρούσε για λίγο συναίσθημα, λίγη συμπόνια και συντροφικότητα. Δώρο ανεκτίμητο, δωρεάν, μα που κοστίζει τόσο, η αγάπη.

Και βρέθηκε μπροστά της ένας ακόμη επισκέπτης. Μαζί του ένιωθε πως μπορούσε να πει τα πάντα. Θα μπορούσε να σταθεί δίπλα της και να την αγαπήσει και για όλους τους προηγούμενους που δεν το κατάφεραν ή δεν το προσπάθησαν. Θα μπορούσε να της προσφέρει όλα όσα χρειαζόταν.

Μα μόλις συνειδητοποίησε τη σημαντικότητά του, τρομοκρατήθηκε απ’ τα αισθήματά της. Προσπάθησε να τρέξει μακριά απ’ τους φόβους της, μακριά από μια ακόμη πληγή. Έψαξε τη μεταλλική πόρτα για να γυρίσει πίσω στο προστατευτικό της τείχος. Στη δυσάρεστη κι άδεια, μα ασφαλή, καθημερινότητά της. Κάπου που δεν ήτανε ευχαριστημένη, μα έτσι δεν μπορούσε πλέον να πληγωθεί ξανά.

Ήταν, όμως, αργά. Το τείχος είχε ήδη πέσει. Το είχε γκρεμίσει εκείνη και το υποσυνείδητό της, χωρίς καν να το πάρει είδηση. Τώρα πια απροστάτευτη, αντιμέτωπη με το μεγαλύτερό της φόβο, την αγάπη. Αντιμέτωπη ξανά με το μεγάλο ρίσκο, το απόλυτο ή το καθόλου.

Κάνει ένα δειλό βήμα μπρος σε αυτό που τρέμει πιο πολύ, γιατί τελικά φοβάται περισσότερο μια ανεκμετάλλευτη ζωή. Τώρα αν έπραξε σωστά ή λάθος για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αυτό μόνο ο χρόνος το ξέρει. Μα όσο για την απελευθέρωση απ’ το ατσάλινο και κρύο παλάτι, δεν μπορεί παρά να έκανε μόνο το σωστό.

Συντάκτης: Κυριακή Βουλγαράκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη