Σε ποιον άνθρωπο «τρέχεις» να ζητήσεις μία αγκαλιά όταν δεν είσαι καλά; Ποιανού φωνή είναι εκείνη που στο άκουσμά της και μόνο, νιώθεις ασφάλεια και ηρεμία; Ποιος είναι εκείνος που γιατρεύει τις πληγές σου, χωρίς να τις ξύνει; Ποιανού λόγια είναι τα πιο λυτρωτικά για τα λάθη που έχεις κάνει; Πόσοι σ’ αγαπούν γι’ αυτό που είσαι, ό,τι κι αν είσαι;

Είμαι σίγουρη ότι στις απαντήσεις που έδωσες υπάρχουν έστω και πέντε διαφορετικά ονόματα. Γιατί; Γιατί για τον καθένα υπάρχει η πιο γνήσια αγκαλιά και η πιο καθησυχαστική φωνή. Γιατί πάντα θα σε κανακεύουν δύο αγαπημένα χέρια, θα σε κοιτάζουν με λατρεία δύο μάτια και θα απαλλάσσουν την ψύχη σου από τύψεις κι ενοχές. Γιατί όλοι έχουν κάποιους να τους αγαπούν, με μία «τυφλή» κι ανιδιοτελή αγάπη. Αγάπη όχι με την έννοια της εξάρτησης και της ανάγκης, αλλά από την άλλη. Εκείνη που σε γαληνεύει, σε ξεχωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο και σε κάνει να νιώθεις μοναδικός.

Πρόκειται για μία αγάπη που δεν κάνει διακρίσεις. Δεν την ενδιαφέρει αν είσαι «καλός» ή «κακός» άνθρωπος. Δεν την απασχολούν τα ελαττώματά σου ούτε οι ιδιοτροπίες σου. Τι κι αν πρόκειται για έναν εγωιστή και αλαζόνα άνθρωπο; Για κάποιον που πληγώνει αβέρτα όποιον βρεθεί στο δρόμο του; Τι κι αν μιλάμε για ένα κατά κόσμον αποκαλούμενο «κάθαρμα»; 

Για κάποιους, αυτό το κάθαρμα είναι το παιδί τους, ο φίλος τους, ο έρωτάς τους. Είναι αυτοί οι «κάποιοι» που έμαθαν να κοιτάζουν με την καρδιά τους. Να βλέπουν κάτω από το σκληρό και τραχύ πρόσωπό του. Ξεχώρισαν τις ευαισθησίες του μία-μία. Σεβάστηκαν τις άμυνές του. Με υπομονή και επιμονή, τις κατέρριψαν. Έφεραν στην επιφάνεια τα τρωτά του σημεία, για να μπορέσει να τα «γλυκάνει» και να τ’ αποδεχτεί. Το αγκάλιασαν αυτό το κάθαρμα. Το αγάπησαν, το αγαπούν και θα το αγαπούν.

Ακόμη κι αν για ‘σένα είναι ο χειρότερος άνθρωπος, για την οικογένειά του, είναι εκείνο το πρώτο κλάμα. Εκείνη η πρώτη ανάσα που τους ένωσε μ’ έναν άρρηκτο δεσμό. Είναι το μωρό τους. Το αγάπησαν προτού γεννηθεί και το περίμεναν με ανυπομονησία. Μόλις γεννήθηκε, επέτρεψαν σ ένα κομμάτι της καρδιά τους να ζήσει έξω από το σώμα τους. Ξενύχτησαν στο πλευρό του. Αγωνιούσαν για τα βράδια που ήταν άρρωστο. Καμάρωναν καθώς το έβλεπαν να μεγαλώνει. Τρόμαζαν με την ανεξαρτησία του, άλλοτε φωναχτά, άλλοτε σιωπηλά. Πληγώνονταν με κάθε τους καβγά.

Ίσως να φταίνε για τις δυστροπίες που απέκτησε. Ίσως θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι διαφορετικό στην ανατροφή του. Δεν έχει σημασία. Σημασία έχει, ότι η αγάπη που πηγάζει από μέσα τους γι ‘αυτό το «καθαρματάκι», όχι απλά παραμένει άσβεστη, αλλά μεγαλώνει και θεριεύει κάθε μέρα. Είναι μία αγάπη ανιδιοτελής και αδιαμφισβήτητη.

Δεν είναι όμως μόνο η οικογένεια, που προσφέρει την αγάπη της σ’ έναν τέτοιον άνθρωπο. Είναι και οι φίλοι του. Η δεύτερη οικογένειά του, η οικογένεια που επέλεξε. Είναι εκείνα τα πλάσματα, που μοιράζονται τα γέλια του, που τον συμπληρώνουν, που ξενυχτούν μαζί του όταν κλαψουρίζει, -ναι, και τα καθάρματα έχουν ψυχή.

Τα κολλητάρια εκείνα που είχαν το χάρισμα να δουν την ομορφιά στις ιδιοτροπίες του, τις ρωγμές σε κάθε άτρωτη επιφάνειά του, τις ευαισθησίες πίσω από την εικόνα του «κακού» ανθρώπου. Είναι εκείνοι οι φίλοι που τον αγάπησαν και τον αγαπούν με μία αβίαστη κι όχι «αυτονόητη» αγάπη. Με μία αγάπη που άνθισε σιγά-σιγά και απέκτησε γερά θεμέλια. Μπορεί εσύ να έχεις δέκα φίλους. Ένα κάθαρμα έχει δύο. Δύο που σέβονται τη μοναδικότητά του, επισημαίνουν τα λάθη του και δεν ξεστομίζουν το γνωστό «Στα ‘λεγα εγώ, καλά να πάθεις», αλλά λένε «Μην ανησυχείς, μαζί θα το περάσουμε κι αυτό». Δύο φίλοι ικανοί και πρόθυμοι να τον κανακεύουν, τις στιγμές που κι ο ίδιος δεν αντέχει τον εαυτό του.

Είναι εκείνες οι στιγμές που μία άλλη αγάπη, αναβλύζει ακόμα πιο αληθινή και καθάρια. Είναι η αγάπη ενός ξεχωριστού ανθρώπου. Ενός ανθρώπου που η ζωή τον έφερε μπροστά σ’ ένα «κάθαρμα» κι από την πρώτη στιγμή που αντίκρισε τα μάτια του, αποφάσισε ότι θα πιστεύει μόνο εκείνα. Γιατί εκείνος, έχει δει αυτά τα μάτια να γελάνε και να κλαίνε. Έχει δει αυτό το κάθαρμα να μεταμορφώνεται σε τρομαγμένο παιδί και να κουρνιάζει στην αγκαλιά του. Έχει νιώσει το πρόσωπό του να χαλαρώνει και το κορμί του να αφήνεται στα χέρια του.

Το δικό σου κάθαρμα, είναι κάποιου άλλου ο έρωτας. Ερωτεύτηκε τη μοναδικότητά του. Ξεκλείδωσε όλες τις ανασφάλειές του. Χάιδεψε όλα τα ψεγάδια του, χωρίς να προσπαθεί να τ’ αλλάξει ή να τα εξαφανίσει. Γιατί αυτά τα ψεγάδια έκαναν τη δική του καρδιά να χτυπάει δυνατά. Εκεί που εσύ βλέπεις αλαζονεία, εκείνος καμαρώνει την περηφάνια του. Εκεί που θυμώνεις με το πείσμα του, εκείνος θαυμάζει τη θέλησή του. Εκεί που εσύ απορείς για το αν υπάρχει κάποιος που μπορεί να αγαπήσει ένα κάθαρμα, εκείνος απορεί πώς είναι δυνατόν να μην το αγαπήσεις.

Αναρωτιέσαι ακόμα αν υπάρχουν άνθρωποι που σ’ αγαπούν γι‘ αυτό που είσαι; Γιατί μάτια μου; Εκείνοι που αγαπούν ένα κάθαρμα, αυτοί που αγαπούν εσένα, είναι ξεχωριστοί και σ’ αγαπούν γι’ αυτό ακριβώς που είσαι.

Σημασία τελικά δεν έχει να σ’ αγαπούν πολλοί, με μία αγάπη ρηχή. Με μία αγάπη που μπάζει από παντού και στην πρώτη τρικυμία, «βουλιάζει». Νιώσε τυχερός και πολύτιμος που σ’ αγαπούν λίγοι. Λίγοι και καλοί.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ελένης Μαρκοπούλου: Σοφία Καλπαζίδου

Συντάκτης: Ελένη Μαρκοπούλου