Οι άνθρωποι δε μιλάνε ανοιχτά. Φοβούνται, βυθίζονται στις σκέψεις και τις υποθέσεις τους, χάνοντας χρόνο απ’ το να ζήσουν πράγματα αληθινά. Η αποφυγή έκφρασης των συναισθημάτων μας κατά κάποιο τρόπο μάς εγκλωβίζει και επηρεάζει πρώτα εμάς κι έπειτα τους γύρω μας. Είναι ψυχοφθόρο να μην μπορείς να μοιραστείς όσα σκέφτεσαι και κουράζει και εκείνους που περιμένουν κι αποζητούν μία απάντηση, λίγες λέξεις για να καταλάβουν τι ακριβώς υπάρχει στο μυαλό σου.

Υπάρχουν κάποιοι που δε βρίσκουν τις κατάλληλες λέξεις κι άλλοι που τις έχουν ακριβώς μες το κεφάλι τους αλλά δε βρίσκουν τον τρόπο να τις επικοινωνήσουν. Ο φόβος κάποιες φορές μάς κυριεύει και κρατά πίσω όσα θέλουμε να πούμε, μας στερεί τη δυνατότητα να μιλήσουμε ανοιχτά, να εκφραστούμε. Κάποιοι δε λένε τι έχουν, τι θέλουν, τι τους απασχολεί. Από το πιο απλό έως το πιο μεγάλο κι απίθανο, δείχνουν μια άρνηση να μιλήσουν και να κάνουν τα πράγματα λίγο πιο εύκολα. Ένα βήμα μπροστά και τρία πίσω. Αυτό δημιουργεί ένα συνεχές μπέρδεμα -κάποιες φορές ακόμα και παρεξηγήσεις-, ενώ στις σχέσεις ενίοτε γίνονται συμβιβασμοί που τους στερούν την καλή επικοινωνία και τη βαθύτερη κατανόηση.

 

 

Αν τα βάλουμε κάτω και δούμε πόσο χρόνο χάνουμε να μετράμε τα λόγια μας, να υπολογίζουμε τι θα πούμε και να σκεφτόμαστε ξανά και ξανά αν κάνουμε σωστά, μπαίνοντας στον κύκλο της πολύωρης υπερανάλυσης, θα καταλάβουμε πόσα μπορεί να χάνουμε ή να μη ζούμε λόγω της ανασφάλειας και της αναποφασιστικότητάς μας. Δεν έχουν όλοι την ίδια σχέση με τα λόγια. Δεκτό και κατανοητό. Ωστόσο, η αινιγματικότητα δε χτίζει πάντα ένα μυστήριο, αλλά συνήθως γεννά ερωτηματικά που ο άλλος χρειάζεται να καλύψει με δικά του σενάρια που συχνά απέχουν αρκετά απ’ την αλήθεια μας. Τα άτομα που βρίσκονται δίπλα σε πρόσωπα που επιλέγουν να μην εκφράζονται, κάποια στιγμή μπορεί να νιώσουν ότι δε θέλουν ή δεν μπορούν άλλο. Κι ας έχουν δώσει πολλές ευκαιρίες, προσπαθώντας να δείξουν κατανόηση στο ότι οι λέξεις δεν είναι το δυνατό σημείο του προσώπου που έχουν απέναντί τους.

Άνθρωποι που κλείνονται, που πιστεύουν πως κανένας δε θα μπορέσει να τους καταλάβει όσο ο ίδιος τους ο εαυτός. Άτομα που φοβούνται τις λέξεις, που δειλιάζουν να πουν γιατί έφυγαν, γιατί δε ζήτησαν αυτό που ήθελαν. Εκείνοι που θέλουν να ανήκουν κάπου, αλλά συγχρόνως να ακολουθούν ένα εντελώς δικό τους μοτίβο. Ακούγεται κουραστικό. Είναι μέχρις ότου κάποιος μιλήσει. Κάποια στιγμή μπορεί και να μιλήσουν επιτέλους ανοιχτά για το τι θέλουν, τι σκέφτονται, τι τους στεναχώρησε. Κι εμείς μπορούμε να τους ξεκουνήσουμε λίγο. Ένα απλό «γιατί εξαφανίστηκες;» ίσως να άλλαζε πολλά και να τους θορυβούσε. Πολλές φορές δεν τους ζορίζουμε αρκετά για να πάρουμε τις απαντήσεις μας. Προτιμάμε την άγνοια -και μαζί και την κούραση που μας κάνει να νιώθουμε-, γιατί δεν ξέρουμε αν η απάντηση που θα λάβουμε θα μας αρέσει.

Νιώθουμε ένα κενό μέσα μας όταν δεν παίρνουμε απαντήσεις. Η όλη κατάσταση μάς κουράζει, όμως και για αυτούς που κλείνονται τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Πείθουν τον εαυτό τους πως την επόμενη φορά θα προσπαθήσουν να μιλήσουν, ωστόσο κάτι τέτοιο δε συμβαίνει. Ό,τι θες να πεις καλό είναι να το λες εκείνη τη στιγμή. Όταν είναι η ώρα του, γιατί μετά μπορεί να είναι πολύ αργά.

Συντάκτης: Μαρία Παράσχου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.