Αν ο κόσμος τελείωνε, σε ποια αγκαλιά θα έτρεχες και ποιο ζευγάρι μάτια θα σκεφτόσουν; Αν ήξερες πως έχεις μία μέρα να την περάσεις με όσους αγαπάς, σε ποιον θα πήγαινες πρώτα με την ανάσα στο στόμα και τα σωθικά σου ανακατεμένα; Με ποιον άνθρωπο θα έκανες έρωτα και ποιον θα ήλπιζες έστω ν’ αγκαλιάσεις για μια τελευταία φορά;

Κάθισε και σκέψου το. Βρες ένα-ένα τα πρόσωπα που θέλεις να ‘ναι δίπλα σου εκείνη τη μέρα. Μέτρα τα. Κάνε τους υπολογισμούς σου προσεκτικά -με φόβο ψυχής. Κι έπειτα τραβά να φροντίσεις, πως οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι, είναι δίπλα σου κάθε μέρα, συννεφιασμένη ή μη. Γιατί ο κόσμος ούτως ή άλλως τελειώνει. Η ζωή ούτως ή άλλως περνάει. Δε χρειαζόμαστε πολέμους, γιγάντιους μετεωρίτες ή τη Δευτέρα παρουσία για να αντικρίσουμε τον θάνατο οι άνθρωποι. Είναι ευαίσθητο και λεπτό το νήμα της ζωής μας. Δεν ξέρουμε πού θα είμαστε αύριο, αν όλα θα πάνε τελικά καλά ή για πόσο θα ζήσουμε. Είναι τόση δα η ζωή και το η κλεψύδρα δεν έχει κουμπί για να σταματά, η άμμος σ’ αυτή δε σταματά να τρέχει. Οι προσευχές ποτέ δε φτάνουν κι εμείς συνέχεια μεγαλώνουμε, χωρίς να ξέρουμε για πόσο ακόμα θα έχουμε κι αυτή την πολυτέλεια.

Ξέρουμε ένα πράγμα όμως με βεβαιότητα: Κάποια στιγμή, σήμερα, αύριο, σε 10 ή 20 ή 60 χρόνια, θα πρέπει ούτως ή άλλως να αφήσουμε τα εγκόσμια είτε μας αρέσει είτε όχι. Είτε πιστεύουμε στη μετά θάνατον ζωή είτε όχι. Θα πρέπει να βάλουμε τα καλά μας και να δεχτούμε πως όσο αγαπήσαμε-αγαπήσαμε.

Και δεν ξέρω για σας, αλλά εγώ όσο είμαι εδώ, θέλω πολύ ν’ αγαπήσω. Θέλω ν’ αγκαλιάζω κάθε μέρα όσους αγαπάω και να εκτιμώ την απλή αλλά όμορφη ζωή μου. Θέλω να ξυπνάω, να κοιτάω τον άνθρωπό μου στα μάτια και να νιώθω πλήρης. Να πίνω καφέ με τη γυναίκα που με έφερε στη ζωή και να μην το κάνω από υποχρέωση, να το κάνω γιατί μάνα είναι μόνο μία και γιατί τ’ αξίζει. Θέλω να ταξιδέψω, να γελάσω, να δω τον κόσμο, να προλάβω να δω τον μικρό μου αδερφό να μεγαλώνει και τη γάτα μου να γερνάει. Και δεν ξέρω αν θα τα ζήσω όλα αυτά.

Ξέρω όμως ένα πράγμα με σιγουριά: Όσο ξυπνάω μ’ αυτήν την όρεξη και τη διάθεση για ζωή κι αγάπη, τότε σίγουρα θα ζήσω όσα περισσότερα απ’ αυτά γίνεται. Θα χαρώ πολύ και θα καταφέρω ν’ αγαπήσω κι άλλο. Θα βρω την ευκαιρία ν’ ακούσω κι άλλη μουσική και να πάω σε περισσότερα μουσεία. Θα δω πίνακες κι άλλα έργα τέχνης. Θα κάνω εθελοντισμό, θα δω κόσμο να γελάει και να κλαίει. Θα γεμίσω και θα αδειάσω πολλές φορές, μα θα ξέρω πως έζησα, πως ερωτεύτηκα πως γέμισα από μέσα προς τα έξω.

Θα συγχωρέσω επιτέλους, όσους ακόμη και τώρα δυσκολεύομαι να χαιρετήσω στον δρόμο, θα τους αφήσω να πάνε στο καλό, να βρουν τον δρόμο τους. Θα τους ευχηθώ τα καλύτερα.
Θα μαλώσω, θα πέσω, θα γκρινιάξω. Μα θα σηκωθώ, θα πω ευχαριστώ, θα καταλάβω και θα πρέπει να προχωρήσω. Γιατί αυτή είναι η ζωή και περνάει πολύ γρήγορα. Κι αν ο κόσμος τελείωνε, δε θα είχαν πολλά πράγματα νόημα, λίγες αγκαλιές μόνο, μερικά φιλιά, έρωτες αγάπες και φιλίες.

Τα δάκρυα της μάνας, το χαμόγελο του συντρόφου σου, η πληρότητα στο βλέμμα των παιδιών σου, η ζωηράδα στις καρδιές όσων σ’ αγάπησαν και ορκίζονται να σε θυμούνται και μετά το τέλος. Αυτά θα είχαν νόημα.

Συντάκτης: Ζηνοβία Τσαρτσίδου