Χριστούγεννα. Εξ ορισμού μία μέρα –επί του πρακτέου δύο ολόκληροι μήνες παραλογισμού– με λαμπάκια και δεντράκια παντού να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια -αν είναι δυνατόν ακόμα και στη μέση της Εγνατίας Οδού. Μια περίοδος κατά την οποία γίνονται αποδεκτές όλες οι παραξενιές, γιατί απλά έτσι· είσαι στο mood. Μάλιστα, θα θεωρηθείς παράξενος στην περίπτωση που δεν κυκλοφορείς με κερατάκια και μια κόκκινη μύτη προσαρτημένα στο αμάξι σου, ως γνήσιος απόγονος του Ρούντολφ.

Μια περίοδος που συνιστά το φόβο και τον τρόμο του αγοραφοβικού και που εντάσσει με τα χρόνια κι άλλο κόσμο στην κοινότητα αυτή. Μια περίοδος που ενώ θα έπρεπε να χαλαρώνεις για να αντέξεις μία ολόκληρη νέα χρονιά, καταλήγεις αγχωμένος, να τρέχεις από μαγαζί σε μαγαζί, μπας και αφήσεις κάποιον χωρίς δώρο.

Και το αποτέλεσμα, ειδικά όσο τελειώνουν οι μέρες; Να γεμίζει το καλάθι σου με ό,τι τύχει να πέσει το μάτι σου πρώτα πάνω. «Ε, δε θα σκάσουμε, κιόλας. Αν δεν τους αρέσει, ας το αλλάξουν», σκέφτεσαι, καθώς κατευθύνεσαι αποφασιστικά προς το ταμείο. Μα κάτσε, ρε φίλε. Ποιο είναι το νόημα να πάρεις, τότε, δώρο σε κάποιον; Ας αναθεωρήσουμε λίγο, γιατί –όπως φαίνεται– κάπου το χάσαμε.

Θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει με το εξής: τα δώρα που αγοράζουμε θα έπρεπε να είναι είτε αναγκαία είτε χρήσιμα για το άτομο στο οποίο τα προσφέρουμε. Το να πάρεις σε κάποιον κάτι είναι μια κίνηση που φανερώνει εκ πρώτης όψεως ότι γνωρίζεις το γούστο του και πέρα από αυτό, ότι τον ξέρεις γενικότερα.

Ένα σωστό δώρο μαρτυράει πως έκατσες να σκεφτείς και να ανατρέξεις στις καθημερινές συνήθειές του. Τις οποίες συνήθειες είχες παρατηρήσει, επειδή πολύ απλά αυτό το άτομο σημαίνει αρκετά για σένα, ώστε να σε ενδιαφέρουν τα πάντα πάνω του. Όλα αυτά τα μικρά, που δε θα παρατηρούσε εύκολα κάποιος και που τον κάνουν μοναδικό. Οπότε, αυτόματα γίνεται και το δώρο σου μοναδικό.

Αλλιώς, δεν μπορεί να εντοπιστεί καμία απολύτως ουσία στην πράξη αυτή καθ’ αυτή. Η διαδικασία επιλογής του δώρου χωρίς τον οποιοδήποτε προβληματισμό αποτελεί μια σύντομη λύση, που καλύπτει επιφανειακά την ανάγκη για τη διεκπεραίωση μιας «πράξης καλής θελήσεως». Ανεξάρτητα απ’ το κόστος, τη σημασία και τη χρησιμότητά του, το δώρο θα εκτιμηθεί ως κίνηση· και σε αυτό ποντάρουμε όλοι μας.

Γιατί, όμως, αυτά τα Χριστούγεννα να μη δωρίσουμε κάτι μακράν σπουδαιότερο από ένα μέσο απλής χρήσης είτε σε καθημερινά προβλήματα είτε σε πιο ειδικές καταστάσεις; Γιατί να μην αφιερώσουμε λίγο παραπάνω χρόνο στα αγαπημένα μας πρόσωπα για αυτές τις μέρες; Και γιατί, με αφορμή τις γιορτές, να μην το θέσουμε και ως στόχο της φετινής χρονιάς, να αναπροσαρμόσουμε με τέτοιο τρόπο το πρόγραμμά μας, ώστε να έρθουμε πιο κοντά σε αυτά;

Εξάλλου, σε βάθος χρόνου αυτό που, όντως, έχει σημασία είναι η παρουσία μας στη ζωή των δικών μας. Και δε μιλώ για μια παθητική παρουσία. Αλλά για μια παρουσία ενεργητική, κομβική και καθοριστική. Είτε σε στιγμές χαράς είτε σε στιγμές δυσκολίας.

Ας «τραβήξουμε αντίθετα», λοιπόν, στον υλισμό, που προτάσσει η εποχή μας- με αποκορύφωμα τη χριστουγεννιάτικη περίοδο. Ας δείξουμε πως το νόημα των Χριστουγέννων δεν είναι κάτι που μπορεί να περιτυλιχθεί σε ένα άψυχο χαρτί και να τοποθετηθεί προσεχτικά σε μια κρύα, πλαστική σακούλα. Ας προσφέρουμε κάτι πολύ περισσότερο απ’ την περιορισμένη αξία οποιουδήποτε υλικού αγαθού. Ας δώσουμε χρόνο. Μόνο αυτός μπορεί να αναμετρηθεί επί ίσοις όροις απέναντι στα χρόνια, που καθώς περνούν, φθείρουν καθετί άλλο.

Συντάκτης: Ελένη Σιήμη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη