Όλοι έχουμε μιλήσει για αυτόν ή αυτούς τους έρωτες που μας κράτησαν ξενυχτισμένους σε μουσκεμένα μαξιλάρια, που άφησαν πληγές και πίκρες. Που κράτησαν λιγότερο από όσο θα θέλαμε αλλά μας άφησαν πολλές αναμνήσεις και μαθήματα. Τι γίνεται όμως με αυτούς που δεν πρόλαβαν να ανθίσουν; Που οι αναμνήσεις ίσα που πρόλαβαν να πιάσουν 1 mega byte στον σκληρό μας δίσκο αλλά παρ’ όλα αυτά δε μας αφήνουν να κοιμηθούμε τα βράδια;

Πώς διαχειρίζεσαι έναν έρωτα που κρατάει όσο οι δίαιτες της Δευτέρας; Που διαρκεί τόσο που ούτε οι φίλοι σου δε σου επιτρέπουν να στενοχωρηθείς, να βγεις για να πιείς δίχως αύριο ώστε να πέσεις με αξιοπρέπεια στο πάτωμα για τον έρωτα που γλίστρησε ξανά μέσα από τα χέρια σου. Κάποιοι φίλοι σου δεν έχουν προλάβει να μάθουν ούτε το όνομα του καινούριου σου φλερτ.

Μα δεν ήταν έρωτας, γιατί δεν έμαθες ποτέ πώς λένε τον πατέρα του, ποιο ήταν το πρώτο του κατοικίδιο και πόσες φορές έδωσε για δίπλωμα οδήγησης. Μπορεί να μην προλάβατε καν να κοιμηθείτε αγκαλιά. Που στην τελική, ποιος ξέρει τον ακριβή ορισμό του έρωτα να μας πει στις πόσες ώρες που περνάς με τον άλλο έχεις το δικαίωμα να φορέσεις την ταμπέλα του ερωτευμένου;

Κι αν η ταμπέλα απορρίφθηκε από την κριτική επιτροπή της κοινότητας, τότε είναι απλώς αυτός που σε πλησίασε σαν να ήσουν το πιο όμορφο πλάσμα που είχε δει ποτέ και έπρεπε να σε έχει. Σε πήρε στο κυνήγι μα εσύ είχες πέσει ήδη από το πρώτο του βλέμμα. Πίστεψες πως για μια φορά οι συγκυρίες ήταν όλες με το μέρος σου και πως ήρθε η σειρά σου, να σου ξεπληρώσει η ζωή όσα σου χρωστάει. Κι εσύ απονήρευτος νόμιζες πως γιάτρεψες τις πληγές ενός ανθρώπου που φαινόταν να πέρασε δύσκολα και πως θα σε αγαπούσε για πάντα ενώ εσύ θα λάτρευες τα ελαττώματά του. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εσύ χειρότερα.

 

 

Κανείς δε μιλάει γι’ αυτούς τους αστραπιαίους έρωτες γιατί μας έμαθαν πως δεν επιτρέπεται να τους λέμε έρωτες. Και απαγορεύουμε και στον ίδιο μας τον εαυτό να χύσουμε το παραμικρό δάκρυ γιατί έχουμε προπονήσει καλά τον εγωισμό μας τόσα χρόνια για να βγει knock out από μια τόσο γελοία γροθιά στο στομάχι. Τι κι αν πέθαναν οι πεταλούδες. Εμείς πείσαμε τον εαυτό μας πως ήταν κάμπιες ακόμη.

Κανείς δε μιλάει γι’ αυτούς τους έρωτες που σε ρίχνουν στο κρεβάτι ένα βράδυ μιας αδιάφορης Πέμπτης για να σε σηκώσουν απότομα σαν να πρέπει να πας στη δουλειά Κυριακή πρωί. Χωρίς καν να προλάβεις να διατυμπανίσεις ο ίδιος το λάφυρο που βρήκες σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς χωρίς να ρίξεις τα στάνταρ σου σε όλη αυτή τη μοναξιά που πνίγεσαι. Το λάφυρό σου κρατούσε ένα σπίρτο αναμμένο και μέχρι να πάρεις χαμπάρι είχε καεί κάθε σου όνειρο και είχε γίνει καπνός.

Πώς λοιπόν να αντιμετωπίσεις τα βλέμματα των φίλων σου που θα σε κοιτάξουν δίχως ίχνος συμπόνιας, ετοιμόλογοι με κάθε στιχάκι που κυκλοφορεί στα social ; Πώς να τους εξηγήσεις ότι σε πόνεσε το διαβάστηκε και ότι σου λείπει καθημερινά και δε βρίσκεις άλλες δικαιολογίες να πεις στον εαυτό σου που εξαφανίστηκε; Ούτε οι στιχουργοί δεν επενδύουν σ’ αυτές τις ιστορίες, να έχεις κάτι να ακούσεις με το κοκτέιλ σου.

Θα ταχτώ, λοιπόν, με αυτούς τους ομοιοπαθείς φίλους, πως δικαιούμαστε να ρίξουμε ένα δυο δάκρυα, να μείνουμε μια δυο μέρες στο κρεβάτι, να γκρινιάξουμε για το άδικο σύμπαν που μας στέλνει λανθασμένα σημάδια για κάθε τρόπαιο που μας βγαίνει κάλπικο. Να χάσουμε για λίγο τον ύπνο μας και τον προσανατολισμό μας. Χρειαζόμαστε μια αγκαλιά να γείρουμε την ραγισμένη μας καρδιά για να βρούμε ξανά το κουράγιο να βάλουμε τα καλά μας για τον επόμενο αγώνα μήπως επιτέλους αποφύγουμε τη γροθιά και οι κάμπιες προλάβουν να γίνουν πεταλούδες.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Γιάννα Δημητριάδου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.