Είναι σκληρή η πρώτη συνειδητοποίηση. Δεν μπορείς να τα ‘χεις όλα. Κι αυτό είναι ζωή. Δε ζεις σε κανένα παραμύθι. Ζεις στην ωραία πραγματικότητα, που δεν είναι πάντα ωραία. Και δεν μπορείς να τα ‘χεις όλα ούτε στον έρωτα. Ο άνθρωπός σου δεν είναι ο έρωτας της ζωής σου δεύτερη συνειδητοποίηση. Αν είναι, εντάσσεσαι στην τυχερή μειονότητα. Αν όχι, δεν υπάρχουν λόγοι για ανησυχίες -είσαι μέρος του κανόνα.

Δεν είσαι τώρα να τα βάζεις με τη ζωή. Να νιώθεις χαρούμενος που τα γνώρισες και τα δύο. Τον άνθρωπό σου και τον έρωτά σου. Που τα έζησες. Που γνώρισες διαφορετικές πτυχές του εαυτού σου και ζυμώθηκες μέσα από αυτούς.

Ο έρωτας ήρθε μια μέρα που δεν το περίμενες. Επιβλητικός και δυναμικός. Δεν μπορούσες να τον αγνοήσεις. Δεν ήθελες. Ήσουν χαμένος από χέρι. Δεν κοιτούσε συμβάσεις. Δεν κοιτούσε κοινά φρονήματα. Δεν κοιτούσε τίποτα. Τυφλός κι απαιτητικός. Ζητούσε τα πάντα. Τον χρόνο και τις αντοχές σου. Τις ανάσες σου. Όλους τους συμβιβασμούς σου. Ο έρωτας ήταν συναίσθημα. Έντονο κι ακαταμάχητο. Τόσο που σε διέλυε. Σε διέλυε η επιθυμία κι η ανάγκη. Του να ‘σαι μαζί του. Να μυρίζεις τη μυρωδιά του. Να το βλέπεις κοντά σου. Ο έρωτας ήταν εξάρτηση κι είχες οδυνηρές στιγμές στέρησης.

Κι ο έρωτας ήταν τόσο απαιτητικός που σε σκότωνε. Από μέσα. Σου έκλεβε κομμάτια απ’ το είναι σου. Ξυπνούσες και κοιμόσουν κι έχανες κάπου λίγο απ’ τον εαυτό σου. Ξέμενες από ‘σένα και γέμιζες από ανάγκη για τον άλλο. Κι αυτό σε σκότωνε αργά και βασανιστικά.  Βυθιζόσουν σε μια άβυσσο απ’ την οποία δεν ξεφεύγεις παρά μόνο με πόνο. Πολύ πόνο.

Κι όπως ήταν αναμενόμενο, τον πλήρωσες τον έρωτα σε δόσεις πόνου και δακρύων. Ήξερες πως δεν μπορούσες να τον έχεις για πάντα κι ήξερες ότι θα πονούσες όταν θα τον έχανες. Αυτό που δε φανταζόσουν ήταν το πόσο. Κι αυτό γιατί δεν υπάρχει λέξη να το περιγράψει κανείς. Έφτασες στο τίποτα. Έφτασες στο μηδέν. Πέθανες και ξαναγεννήθηκες. Και φυσικά με τίποτα δε θύμιζες τον άνθρωπο που ήσουν πριν.

Κι έπειτα ήρθε ο άνθρωπός σου. Ήρεμα και γαλήνια. Σε αγκάλιασε και μπήκαν όλα τα κομμάτια στη θέση τους. Ήρθε να σε ξεκουράσει. Να σου δώσει ένα ώμο ν’ ακουμπήσεις. Ήσουν κουρασμένος και τον χρειαζόσουν. Δεν τον περίμενες, μα τον αποζητούσες. Σου πρόσφερε μια όαση θαλπωρής κι ήπιες απ’ την αγάπη του σαν να διψούσες χρόνια.

Σε πήρε απ’ το χέρι να βαδίσετε μαζί κι εσύ ακολούθησες. Μπορούσες να αρνηθείς, μα δεν ήθελες. Ήταν ωραία να ‘σαι δίπλα του. Δεν ήταν πυροτεχνήματα, μα ήταν ο γλυκός ήχος του σαξόφωνου που σου μαλακώνει την ψυχή. Δεν ήταν ανεξέλεγκτο συναίσθημα. Ήταν εκλογικευμένο και συγκαταβατικό. Συμβάδιζε με τα «θέλω» και τα «πρέπει» σου. Ταίριαζε γάντι πάνω σου. Και σε άφηνε να αναπνέεις.

Μαζί του γνώρισες τον εαυτό σου ξανά. Απ’ την αρχή. Είχες την άνεση να ‘σαι ακριβώς εσύ. Να μη χάνεις τον εαυτό σου, μα να τον βρίσκεις. Κι αυτό ήταν ανακούφιση. Δεν ήταν ένταση, μα ήταν σταθερότητα. Κι ησύχασες. Κι ηρέμησες.

Δεν μπορείς να τα ‘χεις όλα. Ακριβώς όταν δημιουργούν αντιθέσεις. Η ζωή, όμως, έχει ένα μοναδικό τρόπο να σε ισορροπεί ανάμεσα στους ανθρώπους και τις επιλογές σου. Να σου προσφέρει ό,τι έχεις τη δύναμη να αντέξεις. Και να σου ξεπληρώνει κάθε πόνο με κομμάτια ευτυχίας. Κάποιοι είναι φτιαγμένοι για να μένουν στον έρωτα και να καίγονται παρατεταμένα απ’ τη φλόγα του. Κι άλλοι ζητούν τη σταθερότητα και την ηρεμία.

Είναι τυχεροί όσοι έζησαν και τα δύο κι είχαν την ευκαιρία επιλογής. Κι ακόμη πιο τυχεροί είναι όσοι μπόρεσαν να ισορροπήσουν και τα δύο σ’ ένα πρόσωπο. Κι ήταν αυτό ο έρωτας κι ο άνθρωπός τους. Τόσο σπάνιο και μοναδικό.

Συντάκτης: Μαρίνα Πολυκάρπου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη