Οι νέες γενιές διανύουν μια εποχή, όπου οι αρνητικές κι επιζήμιες συμπεριφορές που ασκούνται μεταξύ τους έχουν μετονομαστεί σε «έλα μωρέ δεν έκανα και τίποτα» και οι παλιότερες γενιές δικαιολογούν αυτές τις συμπεριφορές με το «έλα μωρέ παιδί είναι ακόμη». Κι όλα αυτά αφορούν σε μια δυσάρεστη πραγματικότητα, η οποία εξελίσσεται έντονα κι είναι ξεκάθαρα ένα μείγμα κακοποίησης με στοιχεία “silent treatment” και “gashlighting”. Μια κακοποίηση με διττό προσωπείο. Κι αναφερόμαστε σ’ αυτήν (την κακοποιητική συμπεριφορά) ως προσωπείο, καθώς καταβάλλεται μεγάλη προσπάθεια από τους ασκούντες της, στο να μην εμφανίζουν τα πραγματικά τους πρόσωπα αλλά και τους βαθύτερους σκοπούς τους.

Δε θα ήταν υπερβολικό αν λέγαμε πως είναι επείγουσα ανάγκη, εμείς ως γονείς, να σταματήσουμε και να κόψουμε απ’ τη ρίζα το κανάκεμα των παιδιών μας, αν πραγματικά θέλουμε να βρούμε τους λόγους που κρύβονται πίσω απ’ αυτές τις συμπεριφορές. Επιβάλλεται κι είναι αποκλειστικά στο χέρι μας να άρουμε την «ασυλία» αυτής της τόσο πολυχρησιμοποιημένης ατάκας και πεποίθησης του «έλα μωρέ παιδί είναι» και να παρατηρήσουμε αντικειμενικά, όσο δύσκολο κι επώδυνο κι αν είναι, την παροδική ή μόνιμη εμφάνιση τέτοιων κακοποιητικών συμπεριφορών.

Μια κατηγορία τέτοιων συμπεριφορών έχει να κάνει με τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας και τη δημιουργία ασύλληπτων μυθοπλασιών με σκοπό αλλά και στόχο την έκθεση άλλων νέων -νέων που δεν έχουν ακόμη τόσο έντονη φωνή και παρουσία ώστε ν’ αντιδράσουν. Η δύναμη του λόγου άλλωστε, αποτελεί και χαρακτηριστικό πολλών τέτοιων ατόμων που εμφανίζουν παρόμοιες συμπεριφορές. Οι στόχοι που αδυνατούν να ορθώσουν ανάστημα, συνήθως χαρακτηρίζονται από καλή παιδεία και θεωρούν πως δεν υπάρχει λόγος αντίδρασης. Άλλες φορές βέβαια, απλώς φοβούνται.

Φαινόμενο του καιρού μας που γιγαντώνει τέτοιες συμπεριφορές και λειτουργεί κι ως αρωγός έκθεσης αυτών, είναι τα social media. Ο χρόνος επώασής τους γίνεται σε ασύλληπτες ταχύτητες. Η δυνατότητα που αποκτά το κοινό να δει και ν’ ακούσει είναι εξαιρετικά διογκωμένη και κινείται αλλά και κοινοποιείται με γρήγορους ρυθμούς. Η προβολή μπορεί να είναι δημόσια ή και ιδιωτική. Μπορεί να είναι ορατή και διαθέσιμη μόνο σε στενούς ή και σ’ ολόκληρο το προφίλ κάποιου. Οι επιλογές και η διαχείριση αυτών είναι δαιδαλώδεις και δύσκολα ελεγχόμενες απ’ τους γονείς. Ειδικά η εφαρμογή του tik tok και πολλά απ’ τα περιεχόμενά της, στέκεται ως τεράστια πηγή άντλησης οπτικοακουστικών μέσων και χρησιμοποιείται ως βάση για κακοποιητικές και προσβλητικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να προκαλείται μεγάλη αναστάτωση και άγχος στο στόχο.

Προκαλεί δέος δε, σ’ εμάς τους μεγαλύτερους, το πόσο έχει προχωρήσει όλη αυτή η μανία έκθεσης κάποιων καταστάσεων και προσώπων, καθώς έρχονται στην αντίληψή μας μέχρι και δημιουργίες πολλών fake accounts (ψεύτικων  λογαριασμών). Βασική αιτία της δημιουργίας τέτοιων λογαριασμών είναι η κάλυψη της ταυτότητας αυτού που ασκεί μια τέτοια κακοποιητική συμπεριφορά, ώστε να μην αποκαλύπτεται ποιος είναι πίσω από αυτά τα προσβλητικά και με άσχημο περιεχόμενο μηνύματα. Βέβαια, πολλές είναι οι φορές που εικάζεται η ταυτότητα των δραστών καθώς το ύφος, η χροιά και το λεξιλόγιο του γραπτού λόγου μοιάζει πολύ με τον προφορικό, άρα και οι πιθανότητες του να γίνει αμέσως αντιληπτό ποιος κρύβεται από πίσω είναι μεγάλες.

Δυστυχώς, αντιλαμβανόμαστε πολλές φορές ότι οι γονείς που υπάρχουν πίσω από νέους με τέτοιες συμπεριφορές δεν έχουν ιδέα ή δε θα λειτουργούσαν οι ίδιοι ποτέ κατ’ αυτόν τον τρόπο. Αυτό, τους το καθιστά ακόμα δυσκολότερο διότι αδυνατούν να φανταστούν ότι μπορεί τα παιδιά να λειτουργούν με τέτοιο τρόπο. Κι εδώ που τα λέμε, πόσο εύκολο θα ήταν ν’ αποδεχτούμε ότι το παιδί μας συμπεριφέρεται ανάρμοστα, εκφοβιστικά, χειριστικά, υποτιμητικά και απαξιωτικά προς κάποιον άλλον;

Θα λειτουργούσε εποικοδομητικά αν κάποιες δικαιολογίες που έχουν ριζώσει βαθιά στο γονεϊκό dna μας κι έχουν προσαρμοστεί σε λογισμικό πεποιθήσεων, αποσύρονταν από μέσα μας. Είναι σκέψεις και πράγματα που έχουν να κάνουν λίγο-πολύ με βασικές σταθερές που διακρίνουν το πώς δικαιολογούμε ή δικαιολογούνται τέτοια αρνητικά σκευάσματα συμπεριφορών.

Α.  Όχι, δεν είναι «έλα μωρέ παιδιά είναι». Γιατί, μ’ αυτήν τη λογική κι ο αποδέκτης αυτής της ανεπίτρεπτης συμπεριφοράς, παιδί είναι. Οπότε, αυτό οφείλουμε να το διαγράψουμε ως δικαιολογία, ν’ αναλάβουμε την ευθύνη που μας αναλογεί -και αναλογεί στο παιδί- και ν’ αντιδράσουμε αναλόγως.

Β.  Όχι, δεν είναι «περνάει φάση τώρα». Και πότε δηλαδή θα περάσει η φάση; Θα βγει κανένα χρονοδιάγραμμα που θα ενημερώνει τους γύρω, πότε θα επανέλθει σε σωστές και θετικές συμπεριφορές; Και μέχρι να του περάσει, όλοι οι υπόλοιποι τι ακριβώς πρέπει να κάνουν; Τα στραβά μάτια;

Γ.  Όχι, δεν είναι «είναι καλό παιδί κατά βάθος». Όταν λέμε «κατά βάθος», πόσο βάθος; 2 μέτρα; 3 μέτρα; Χρειάζεται κανείς φιάλη οξυγόνου για να φτάσει σ’ εκείνο το βάθος που υπάρχει η καλοσύνη κι η ευπρέπεια;

Δ.  Όχι, δεν είναι «θα του περάσει». Κι αν δε του περάσει; Κι αν παραμείνει έτσι κι εκδηλώνει αρνητικές συμπεριφορές εις βάρος των γύρων του και όχι μόνο; Και γιατί οφείλει ο οποιοσδήποτε να περιμένει μέχρι να έρθει η στιγμή να του περάσει; Χρωστάει κάτι;

Ε. Όχι, δεν είναι «ήταν μια κακή στιγμή, δε θα ξανασυμβεί». Να λέμε τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Κακές στιγμές θα υπάρχουν πάντα και παντού. Στόχος και σκοπός είναι να μην επιβαρύνονται άτομα που δεν έχουν καμία ευθύνη να δέχονται τις συνέπειες τέτοιων κακών συμπεριφορών.

Αντίστοιχα μ’ αυτούς τους λόγους, θα μπορούσε να συσταθεί εύκολα και μ’ όλα τα δεδομένα γύρω μας ένας up to date, σύγχρονος δεκάλογος, που θ’ αφορούσε σ’ αυτό το δυσάρεστο μα τόσο υπαρκτό μείγμα κακοποίησης:

1. Εκδηλώνονται συνήθως μαζικά αυτές οι συμπεριφορές. Είναι ευκολότερο γι’ αυτούς που τις ασκούν, να είναι τουλάχιστον δύο άτομα και πάνω. Δημιουργούν, κατά τη γνώμη τους, μια ασπίδα προστασίας καθώς εάν κάτι υποστηρίζεται από πολλούς, σημαίνει ότι είναι και το σωστό.

2. Η θρασυδειλία συνοδεύει σχεδόν πάντα τις συμπεριφορές αυτές. Αυτοί που τις ασκούν, κρύβονται πίσω από κοινωνικά δίκτυα και όταν τύχει ν’ αντιμετωπισθούν tet a tet , τότε ψάχνουν να βρουν τον δρόμο διαφυγής κι αποφεύγουν τη μετωπική σύγκρουση.

3. Φοβούνται το ξεμπρόστιασμα. Αν κάποιος τους πιάσει επ’  αυτοφόρω ή τους αποδείξει ότι υπήρξε μαρτυρία αυτής της συμπεριφοράς, τότε κάνουν τ’ αδύνατα δυνατά προκειμένου είτε να αρνηθούν το συμβάν ή και να ρίξουν το φταίξιμο σε άλλους.

4. Νομίζουν πως είναι άτρωτοι. Υπάρχει, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, αυτή η αίσθηση από πλευράς τους, ότι δε θα πιαστούν ποτέ και δε θα γίνει ποτέ γνωστό το τι κάνουν και το πώς συμπεριφέρονται.

5. Η ανανδρία κουμπώνει με τέτοιες συμπεριφορές. Κάποιος, ο οποίος πραγματικά θίγεται και κατηγορείται άδικα, αντιδρά, φωνάζει, ζητά το λόγο. Συνήθως όμως, αυτοί που ασκούν τέτοιες συμπεριφορές πιστεύουν πως αν κρυφτούν πίσω από φανταστικά πλασμένες ιστορίες, θα καταφέρουν να μη συνδεθούν με την πράξη.

6. Το παίζουν ανήξεροι. Υποκρίνονται πως δεν έχουν ιδέα. Έχουν εξασκηθεί πολύ στο να γίνονται ασύλληπτα πιστευτοί.

7. Επαναλαμβάνουν τις ίδιες συμπεριφορές σε μικρά χρονικά διαστήματα, μη ενθυμούμενοι τις συνέπειες των προηγούμενων.

8. Ζητούν δεύτερες και τρίτες ευκαιρίες για έναν και μόνο λόγο: Για να ξανακάνουν το ίδιο.

9.Έχουν βαθύτερες βλέψεις και στόχους απ’ αυτό που δείχνουν και μετατρέπουν τ΄αρνητικά τους βαθύτερα συναισθήματα σε πλασματικώς χαροποιά.

10. Θυματοποιούνται. Συνεχώς κι απροκάλυπτα. Επιζητούν την προσοχή και θέλουν σαν τρελοί να κερδίσουν όσο περισσότερες εύνοιες προκειμένου να έχουν ελαφρυντικά σε περίπτωση καταγγελίας της ανάρμοστης συμπεριφοράς τους.

Σε κάποιο επεισόδιο του Master Chef, ο σεφ Λεωνίδας Κουτσόπουλος είχε πει ότι η αλήθεια είναι σαν τις μπάμιες. Δεν αρέσει σε πολλούς αλλά πρέπει κι αυτές να τις τρώμε. Έτσι συμβαίνει και με τις συμπεριφορές αυτές που είτε πηγάζουν απ’ τα ίδια μας τα παιδιά είτε είναι τα ίδια αποδέκτες αυτών. Αφορά σε μια πανίσχυρη αλήθεια που πρέπει να βλέπουμε. Οφείλουμε να τις ονοματίζουμε ακριβώς με τ’ όνομά τους. Αν τις αφήσουμε και θεωρήσουμε ότι είναι σαν κάτι που θα περάσει, σαν κάτι που θ’ αλλάξει, τότε γινόμαστε συνένοχοι αυτής της συμπεριφοράς. Γιατί για να περάσει και ν’ αλλάξει θα πρέπει να εντοπιστεί, να ονοματιστεί, ν’ αναζητηθούν οι λόγοι και τέλος ν’ αντιμετωπιστεί παραγωγικά.

Η δικλείδα ασφαλείας, μέσα σε όλο αυτό, είναι να έχουμε μάτια ανοιχτά ώστε αν και το παιδί μας εμπλέκεται σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες μ’ αυτές τις συμπεριφορές, να το εκθέσουμε εμείς οι ίδιοι πριν το κάνουν οι άλλοι για εμάς. Χρυσός κανόνας δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως κοινή λογική και ηθική αποτύπωση που θα πρέπει ν’ αναφέρεται στις καθημερινές τους πράξεις και σκέψεις προς τους άλλους αλλά και προς τον ίδιο τους τον εαυτό. Αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να παύει να επικοινωνείται στα παιδιά, μα ιδιαίτερα στα μεγαλύτερα, που με τη σειρά τους οφείλουν πλέον να μην κρύβονται πίσω απ’ τις πλάτες και τα λόγια των γονιών τους. Δεν είναι όλα απλά. Ίσα-ίσα, είναι πολύπλοκα και γίνονται ακόμα πιο σύνθετα όταν κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε. Στο φινάλε, όσο και να κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε, αυτά είναι εκεί κι υπάρχουν και πιθανότατα θα προλάβει να τα δει κάποιος άλλος και τότε «ουαί κι αλίμονό μας»

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου