Συμπιεσμένα μικρά επεισόδια σ’ ένα μεγάλο ήταν το σημερινό των «Αυτοάνοσων». Συμπιεσμένος ήταν κι ο αέρας των πρωταγωνιστών, σαν το οξυγόνο που συμπιέζεται στις vacuum σακκούλες ρούχων. Ανακαλύψαμε νέες πτυχές τους, νέες αντιδράσεις και συμπεριφορές που περιείχαν στόφα αληθινών χαρακτήρων. Αναπάντεχες καταθέσεις ψυχής, εστιασμένες κι αναμενόμενες κουβέντες αλλά κι εκπληκτικά -στην κυριολεξία- λυτρωτικές δράσεις το εμπλούτισαν.

Θα λέγαμε ότι σήμερα παρακολουθήσαμε το καταπιεσμένο επεισόδιο. Είχαμε καιρό να δούμε πολυσυμμετοχική παρουσία ισάξια μοιρασμένη. Σαφώς και δεν ήταν τυχαίο. Αρχίζει σιγά-σιγά ο δημιουργός να ενώνει τα κομμάτια του παζλ και να φέρνει έναν-έναν τους πρωταγωνιστές κοντά, έτσι ώστε να μεγιστοποιήσει κάθε δυνατό παλμό του θεατή και ν’ αυξήσει τις αρρυθμίες μας στο ζενίθ. Επιθυμεί επίσης, να μας κάνει να νιώσουμε ότι μπορεί να είμαστε πολύ διαφορετικοί ο ένας απ’ τον άλλον αλλά και πολλοί ίδιοι ταυτόχρονα, αν χρειαστεί.

Ίσως όμως να ήταν και το αποφασισμένο επεισόδιο. Η απόφαση της Αλεξάνδρας να κρατήσει το παιδί, έχοντας κάνει μόνη της την εξωσωματική. Η απόφαση της Σοφίας να μιλήσει ανοιχτά στη μαμά της και να πει ό,τι δε μπόρεσε να πει όλα αυτά τα χρόνια. Η απόφαση του Μιχάλη να έχει κοντά του, έστω και μ’ αυτόν τον έμμεσο τρόπο, τον έρωτα της ζωής του γιατί αυτό ήταν κάτι που μπορούσε να κοντρολάρει. Η απόφαση της Μαρίας να καταγγείλει τον κακοποιητή που της σακάτεψε την ύπαρξη. Η απόφαση του Σπύρου να λήξει την υπό κατασκευή αληθινή του σχέση γιατί δεν αντέχει την κατακραυγή. Η απόφαση του Ορέστη να σταθεί επάξια ως άντρας στο πλευρό της Αλεξάνδρας σε σχέση με το παιδί. Η απόφαση της Κλέλιας να φωνάξει τον έρωτά της και να μη κρυφτεί. Η απόφαση του Ορέστη να παραδεχτεί τον έρωτά του για την Κλέλια. Η απόφαση του Θάνου να διεκδικήσει το κορίτσι που αγαπά, ακόμη κι αν αυτό παραδέχεται ότι αγαπά άλλον. Η απόφαση της γιαγιάς-μάνας να ζητήσει συγγνώμη, μετά από όλα αυτά τα χρόνια, γιατί αυτό θα απαλύνει την ψυχή της κόρης.

Σε ποιο σημείο δεν ταυτιζόμαστε; Σε ποια απόφαση απ’ τις παραπάνω δε βρίσκουμε κομμάτια του εαυτού μας; Πότε ήταν η στιγμή για εμάς ν’ αποφασίσουμε κάτι καταλυτικό για τον εαυτό μας και το κάναμε με την πρώτη σκέψη; Παραδεχτήκαμε έτσι εύκολα ποτέ έναν απαγορευμένο έρωτα; Υπήρχε κάποιος που μας έσπρωξε; Ή κάτι; Ή τελικώς φτάσαμε σε τέτοιο σκασμό που δεν αντέχαμε άλλο; Κι αν δεν τα καταφέραμε, το καταπιέσαμε και πάθαμε μεγαλύτερο κακό. Ενεργοποιήσαμε όλον εκείνο το μηχανισμό που το σώμα μας νόμιζε πως έχει εισβολή και ξεκίνησε να πολεμά. Έλα όμως που πολεμούσε τον ίδιο του τον εαυτό. Κι έτσι, ξυπνήσαμε κάτι μέσα μας που κοιμόταν βαθιά και πιθανόν να μην είχε και ποτέ σκοπό να ξυπνήσει.

Δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση ν’ αφήσει απ’ έξω μια αλληγορία που θ’ άγγιζε το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Δεν υπήρχε περίπτωση επίσης, να χτίσει με τέτοιο τρόπο την αλληγορία αυτή, έτσι ώστε να μην προκαλεί άγχος στο τηλεοπτικό κοινό του, αλλά αντιθέτως να το σπρώξει για εποικοδομητική σκέψη κι αναρώτηση. Αν πάρω παράδειγμα απ’ τον εαυτό μου δηλαδή, που έπασχα -εν αγνοία μου- για χρόνια από αυτοάνοσο, η νέα πληροφορία που έμαθα στα πρώτα 10′ του επεισοδίου ήταν ότι όσο ήμουν πολύ νέα, κατέπνιγα την ανάπτυξή του μόνο και μόνο επειδή ήμουν πολύ περισσότερο αυθόρμητη, έλεγα πιο ανοιχτά αυτό που ένιωθα, έβγαζα απ’ το σύστημά μου και παρέα με τη νιότη ό,τι άσχημο συναντούσα, μα κυρίως ήμουν στην κοσμάρα μου καθώς δε με πολυαπασχολούσαν και σοβαρά θέματα.

Όταν όμως μεγάλωσα κι έφτασε ο καιρός έτσι ώστε η ζωή να μου τα φέρει λίγο αλλιώς, όσο και να προσπαθούσα ν’ αρνηθώ την πραγματικότητα αυτών που συνέβαιναν γύρω μου, αυτό δούλευε αντίστροφα. Κι έσκασε. Και τότε κλήθηκα να το αντιμετωπίσω. Ήταν μεν αργά, αλλά όχι και τόσο. Έτσι κι ο Μιχάλης. Έμαθε να κοντρολάρει ό,τι είναι εκτός ελέγχου του και κατάφερε ν’ αποσυμπιέζει μ’ αυτόν τον τρόπο ό,τι δύσκολο μα κι άσχημο συναίσθημα βίωνε. Εξέφρασε τον έρωτά του χωρίς ενοχές όταν τον ένιωσε κι έφτασε σήμερα ν’ αντιμετωπίζει πλέον με χιούμορ όλα αυτά που παλιότερα τον πλήγωναν. Ακούει τις υποσχέσεις της Σοφίας αλλά δεν πιστεύει λέξη. Κι αυτό προκύπτει απ’ το ολοένα αυξανόμενο αίσθημα αυτοπροστασίας που ανέπτυξε προκειμένου να μπορεί ν’ αντιμετωπίζει τη συνεχόμενη απόρριψη του έρωτά του ως συναίσθημα κι απ΄τον έρωτά του ως επιθυμητό συνοδοιπόρο.

Σκεφτείτε πόσες φορές έχουμε κληθεί να το κάνουμε αυτό στη ζωή μας. Άπειρες. Και πολύ καλά κάναμε, ασχέτως αν δε γνωρίζαμε ότι κατ’ ουσίαν εκφράζαμε αγάπη προς τον εαυτό μας και χτίζαμε πλαίσια για να πετάξουμε έξω τα δυνητικά αυτοάνοσα. Όσοι πάλι δεν τα πολυκαταφέραμε, ας όψεται. Υπάρχει πλέον πολλή πληροφορία και βοήθεια αλλά και πρόληψη γύρω απ’αυτά που υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να τα γλιτώσουμε. Όπως και να’ χει, ένα αυτοάνοσο τροφοδοτείται απ’τη βασική μας αναπηρία, που αναπτύσσουμε κατά καιρούς, δηλαδή να μπλοκάρουμε τα συναισθήματά μας, τις επιθυμίες μας και τα πάθη μας.

Θα μπορούσε να ονομαστεί κι επεισόδιο υποκρισίας. Όχι υποκριτικής. Γιατί σ’ αυτό παίρνει 10 με τόνο. Υποκρισίας. Οι σχέσεις του Φάνη με τη Σοφία αλλά και του Ορέστη με την Αλεξάνδρα είναι οριακά πανομοιότυπες. Η βάση τους έχει χτιστεί στο συμφέρον, στο βόλεμα και στην απάρνηση του εαυτού. Όπως η Αλεξάνδρα έχει ανάγκη τον Ορέστη, δημιουργώντας όμως αυτήν την ανάγκη εντελώς ατομικά κι αυθαίρετα, έτσι κι ο Φάνης χρειάζεται τη Σοφία για να τον βοηθήσει στο τυπικό της υπόθεσης και στο θεαθήναι για την υποψηφιότητά του. Κορυφώνεται δε η στιγμή αυτή, όταν την ώρα που βγάζουν τη σέλφι στον καναπέ, με τη λήξη της λήψης, τα προσωπεία τους γίνονται τα πρόσωπά τους και η poker face συμπεριφορά κάνει φοβερή είσοδο στην εικόνα που είχαμε μέχρι τώρα γι’αυτούς. Εκεί βέβαια, νιώθουμε και μια ανακούφιση γιατί ίσως είναι κι η πρώτη φορά που είναι όλοι μαζί και με την πρώτη ευκαιρία, εκδηλώνουν αυτό που νιώθουν χωρίς καμία αναστολή.

Κάλλιστα, θα μπορούσαμε να προσδώσουμε κι ακόμη ένα χαρακτηριστικό στοιχείο στο επεισόδιο αυτό. Αυτό της αποκάλυψης. Θα ήταν αλήθεια πολύ εύκολο να ζητούσαμε απ’ τη μαμά μας ένα τσιγάρο με χαλαρωτικές ιδιότητες; Κι αν ναι, θα μας το έδινε; Γιατί όχι; Δε θα ήταν περισσότερο ψεύτικο να μας έλεγε όχι ενώ θα ξέραμε ότι μπορούσε να μας πει ναι; Είναι λοιπόν η στιγμή να κατεβάσει ο δημιουργός τη σούπερ Χαρούλα-γιαγιά απ’ το έδρανο της τελειότητας και να τη φέρει σε δύσκολη θέση απέναντι στον αιώνιο αντιδραστήρα της κάθε μάνας: αυτού της κόρης.

Οφείλουμε να παραδεχτούμε ότι ζοριζόμαστε να βλέπουμε τη Χαρούλα να τρώει πέναλτι. Ερχόμαστε σε άβολη θέση να νιώθουμε ότι τελικά έχει μεγάλη ευθύνη στην εξέλιξη της ψυχικής υγείας της κόρης της. Αποκαλύπτεται μια άλλη πτυχή της που δεν την είχαμε φανταστεί έως τώρα. Η Χάρις είναι ευάλωτη και φτιαγμένη από βαμβάκι. Απ΄την άλλη πλευρά, μας παρουσιάζεται μια Σοφία που αποκαλύπτει με τη σειρά της μια απόλυτα συνειδητοποιημένη -λεκτικά- κόρη που αφοπλίζει με την ακατάσχετη ειλικρίνειά της τη μητέρα της αλλά και το κοινό. Ήταν η ώρα να κάνει το δικό της ξέσπασμα και να γίνει επιτέλους ηχηρή η παρουσία της. Έγινε. Τα κατάφερε. Και νομίζω ότι δεν το πίστευε ούτε η ίδια.

Η πλειοψηφία των μαμάδων έχουμε την ανάγκη της τελειότητας και ξεχνούμε πως είμαστε κι εμείς κοινοί θνητοί. Μας είναι πολύ δύσκολο, ίσως κι αδιανόητο κάποιες φορές, να δεχόμαστε έντονη κριτική από τα παιδιά μας. Συνήθως αυτή η κριτική εμπεριέχει στοιχεία μεγάλης αλήθειας και ξεβολευόμαστε. Αν αφήσουμε όμως τον χρόνο να περάσει και να καταλαγιάσει αυτή η κριτική, θα τη δούμε να μετατρέπεται σε ευκαιρία αυτοβελτίωσης κι εναλλακτικής αποδοχής του εαυτού μας. Έτσι κι η Χάρις. Δεν αντιμίλησε σε ό,τι της είπε η κόρη της. Αγόρασε, άκουσε, φιλτράρισε κι αποφάσισε να κάνει το βήμα εμπρός.

Δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστη η σκηνή του Αντώνη και του Σπύρου. Δείχνει να κατατάσσεται και στις τρεις σημερινές προσεγγίσεις του Χριστόφορου. Η καταπίεση είναι εμφανής. Η στάση των σωμάτων των δύο πρωταγωνιστών κρατιέται από μία κλωστή στο να μην πέσει ο ένας πάνω στον άλλον. Κάπου εκεί μέσα κρύβεται και η υποκρισία. Αφενός του Σπύρου, ο οποίος αποδομεί τη σχέση και την κατατάσσει σε κάτι περαστικό και μη ισχυρό αλλά και του Αντώνη που διατηρεί την ψυχραιμία του ενώ τα μάτια κι η φωνή του λένε άλλα. Όσον αφορά το αποκαλυπτικό της υπόθεσης, ο Αντώνης μας διαλύει με την τελική αλήθεια του και την αφιλτράριστη έκθεσή του στον Σπύρο: «Με διέλυσες φίλε.» Κι εσύ Αντώνη, διέλυσες εμάς.

Ας κλείσουμε με τον ήχο από τα τζιτζίκια. Τζιτζίκια σχεδόν στις μισές σκηνές των επεισοδίων. Δεκέμβρης μήνας κι ακούμε τζιτζίκια, ακούμε θάλασσα και χαλαρώνουμε κι εμείς λες κι είμαστε στην παραλία με τον Ορέστη και την Κλέλια. Φωτογραφία blue lagoon, νερά Καραϊβικής α λα Παξοί, βίντατζ μονοκατοικίες που μοσχοβολάν’ γιασεμιά κι ελληνικός πρωινός καφές που μας τρυπά τα ρουθούνια. Κάτι σαν τη λευκή καταιγίδα και τη νηνεμία που υπάρχει πριν το μεγάλο μπαμ. Όπως και να’ χει, κατάφεραν για άλλη μια φορά, όλοι οι συντελεστές της σειράς, να μας ξυπνήσουν για τα καλά, ακόμη κι αν το τέλος του επεισοδίου βρίσκει την αρχή της επόμενης μέρας.

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου