Εντάξει. Οκ. “Όλα τα ωραία τελειώνουν,” μου είχε πει κάποτε η μαμά μου και πάντα τη ρωτούσα “γιατί όμως;”. Η απάντησή της ήταν πάντα η ίδια: “Αν δεν τελειώσει κάτι ωραίο, πώς θα καταλάβεις ότι ήταν ωραίο; Η αίσθηση αυτή έρχεται πάντα μετά.” Αν και το συναίσθημά μας είναι παραπλήσιο με το σημερινό τελευταίο επεισόδιο του Α’ κύκλου, το Maestro μας επιφυλάσσει ότι θα ζήσουμε το κάτι παραπάνω καθώς γευτήκαμε την αίσθηση της άνω τελείας. Αυτής της σχετικά σύντομης παύσης που μεσολαβεί τόσο όσο στο να μας κάνει ακόμη πιο περίεργους, ακόμη πιο αναστατωμένους, ακόμη πιο λυσσαλέα ορεξάτους γι’ αυτό που έρχεται.

Ας μην προτρέξουμε όμως. Το υλικό του σημερινού επεισοδίου τάραξε το μέσα μας σαν κανονικό ημί-φινάλε και μας απέδειξε για ακόμη μια φορά πως όταν μια ομάδα συντονίζει όλες τις συχνότητές της προς όφελος όλων των συντελεστών, τότε μπορεί να επιφέρει το τέλειο αποτέλεσμα. Κι εδώ μιλάμε για ένα τέλειο αποτέλεσμα. Casting, φωτογραφία, μουσική, ένδυση, μοντάζ, σενάριο, σκηνοθεσία, υποκριτική. Ακόμη κι όλοι οι κομπάρσοι είναι ένας κι ένας. Δεν αφέθηκε τίποτα στην τύχη και μέχρι στιγμής είναι όλα έτσι όπως θα θέλαμε να είναι. Με επιμέρους συνόψεις εφ’ όλης της ύλης σε κάθε επεισόδιο και με πολλά νέα ανοιχτά σενάρια γι’ αυτό που πρόκειται ν’ ακολουθήσει.

Να μ’ αγαπάς. Εξακολουθητική υποτακτική. Παντού και μόνιμα ν’ αναφέρεται η αγάπη, να υμνείται και να υποστηρίζεται με κάθε δυνατό μέσο. Το τελευταίο επεισόδιο του Α’ κύκλου είναι χτισμένο όλο επάνω στις πιο απλές και ταυτόχρονα πολύπλοκες αξίες. Στη μητρική αγάπη και στην αληθινή φιλία. Στην υποστήριξη άνευ όρων. Η αγάπη της Μαρίας, της Σοφίας, της Χαρούλας τέμνονται κι αλληλοσυμπληρώνονται. Δε βλέπουμε και δεν ακούμε πουθενά “σ’αγαπώ αλλά”. Ακούμε και βλέπουμε σκέτο “‘σ’ αγαπώ”. Η φιλία του Ορέστη προς τον Αντώνη και Σπύρο απεδείχθη καίρια και σωτήρια κι απόλυτα συντονισμένη χωρίς να είναι συνεννοημένη.

Έρχεται η στιγμή της Σοφίας να δείξει τα δόντια της και ν’ ανακτήσει τους ρόλους που είχαν χαθεί απ’ τη μόνιμη ψυχοφαρμακευτική αγωγή που έπαιρνε. Έχει καθαρό μυαλό και παίρνει καθαρές αποφάσεις. Δε σκέφτεται σε δεύτερο χρόνο κι όλες οι αντιδράσεις είναι ενστικτώδεις κι άρα αληθινές. Η υποστήριξη προς το γιο της και η βοερή αντίσταση απέναντι στον άντρα της, κάνουν τον Ορέστη και τον Σπύρο να νιώσουν αποδεκτοί, όπως νιώθουν όταν είναι οι δυο τους μόνοι. Αν είχαμε ή γίνουμε η μάνα που θα έκανε πως δεν τρέχει τίποτα σε μια τέτοια αποκάλυψη, συνάντηση, επαφή τότε ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός μα και καλύτερος. Όταν το ισχυρότερο πρόσωπο επί γης, η μάνα, μας αποδεχτεί, τότε ο φόβος εξαλείφεται και μάλιστα μετατρέπεται σε πανίσχυρη δύναμη. Από εκείνες που μας κάνουν να νιώθουμε ότι μπορούμε ν’ αντιμετωπίσουμε και να κατακτήσουμε τα πάντα.

Παράλληλα και μέσα απ΄τον πόνο της Μαρίας, αναδεικνύεται η κατάντια του συστήματος που ανήκει σε μια μικρή κοινωνία αλλά κι όχι μόνο. “Συγκάλυψη”, “τίποτα δεν αλλάζει”, “πού να πάω” είναι λίγες απ’ τις ατάκες της νέας εξομολόγησής της προς τον Ορέστη και που μας κάνει γι΄ακόμη μια φορά να θυμηθούμε ότι τα συμφέροντα κινούν τα νήματα, τη δικαιοσύνη και την τυποποιημένη ηθική. Όταν λοιπόν συμβαίνουν πράγματα που ενοχλούν τα συμφέροντα, τότε η στασιμότητα είναι χαρακτηριστική σε βαθμό εγκλήματος. Δεν τα ζούμε κι εμείς στις μεγαλουπόλεις; Δε συναντάμε υποθέσεις που μένουν ανακυκλώσιμες από γραφείο σε γραφείο μέχρι να πέσουν στα χέρια του κατάλληλου Εισαγγελέα;

Η Μαρία κι ο ρόλος της δε σταματά να βάζει στο τραπέζι αξίες που θα πρέπει να παραμένουν φυλαγμένες κι απείραχτες μα που κι αν νοθευτούν, το αποτέλεσμα θα είναι η αρχή ίδρυσης της κάθε κακοποίησης. Μέσα σ’ αυτές τις αξίες είναι και οι ρόλοι των μανάδων που βρίσκονται πίσω απ’ τους νταήδες και που επιλέγουν να έχουν τη γνωστή στρουθοκαμηλική στάση μέχρι όμως να είναι πολύ αργά κι όταν συμβεί το κακό ν’ αναρωτηθούν φωναχτά και με μεγάλη (υποκριτική) απορία “Το παιδί μου δε θα το έκανε ποτέ αυτό”, άσχετα αν το παιδί της το έκανε συνεχώς και παρατεταμένα.

Το επεισόδιο αυτό ανέδειξε κι υπενθύμισε σ’ όλους εμάς ξανά, πόσο σημαντικό είναι να μιλάμε, όταν υφιστάμεθα οποιαδήποτε είδους μορφή κακοποίησης. Ο καθένας από εμάς χρειάζεται τον χρόνο του. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι ο χρόνος θα πρέπει να λειτουργεί σα να έχουμε αμνησία. Αντιθέτως, ο χρόνος θα πρέπει να συμβάλει στο να ερχόμαστε πιο κοντά στην απόφαση του να το κάνουμε. Ήρθε λοιπόν με το σημερινό επεισόδιο κι έδωσε μια συμπληρωματική πινελιά στο κίνημα #metoo, επαναφορτίζοντάς μας με τις μεγαλύτερες αλήθειες που συνδέονται μ ‘ όλο αυτό: “Αν το κρύψεις τώρα, θα το μετανιώσεις αργότερα” και “μη χαραμίζετε τις ζωές σας για τους άλλους”.

Μια σκοπιά που δεν είχαμε παρακολουθήσει ως τώρα και που κατέχει υψηλό ποσοστό στις ζωές μας είναι η δύναμη του κουτσομπολιού και πόσο αυτό μπορεί ν’ αποβεί ζημιογόνο. Μ’ έναν πανέξυπνο τρόπο, καταφέρνει ο δημιουργός να μας προβάλει την ασύστολη ενασχόλησή μας με τους άλλους και μας βάζει απευθείας στο διαδραστικό παιχνίδι του να θέλουμε ν’ απαντήσουμε εμείς στις ερωτήσεις που κάνει: ” Τι είναι αυτό που έμαθες και δε μου μιλάς πια; Είναι αυτό που άκουσες, αυτό που είδες ή αυτό που φαντάζεσαι;”. Το να μπορεί μια σεναριακή λίστα ρητορικών ερωτήσεων σ’ ένα σήριαλ, να μας κάνει ν’ αναρωτιόμαστε τέτοια πράματα είναι και περίεργο αλλά και φουλ ενοχλητικό. Θες, δε θες, μπαίνεις στο τριπάκι και το σκέφτεσαι. Δεν παύει όμως να άπτεται της πραγματικότητας.

Επανέρχεται δυναμικά η παρουσία του ιερού προσώπου της γιαγιάς στην οικογένεια. Η θαλπωρή που περπατά ταιριαστά με τη σωφροσύνη στο πρόσωπο της Χαρούλας είναι συγκλονιστική. Δε θέλει να δείξει κάτι που δεν είναι. Στόχος είναι ν’ αναδείξει τον ρόλο της γιαγιάς ως αυτόν που εξισορροπεί, καλύπτει έντιμα και προσεκτικά και τα χώνει off the record όταν και όπου πρέπει. Κανείς δεν τολμά να της αντιμιλήσει. Ειδικά τα εγγόνια της που την έχουν ως πρώτη αναφορά σε όλα και για όλα χωρίς να της κρύβουν τίποτα αλλά και χωρίς να μπορούν να της κρυφτούν. Η Χαρούλα, με την ερμηνεία της σ’ όλα τα επεισόδια κατάφερε να υπενθυμίσει στους νεότερους, πόσο απαραίτητος είναι ο ρόλος των παππούδων στη ζωή μας και να κατοχυρώσει στους μεγαλύτερους τη θέση που τους αξίζει στο οικογενειακό δέντρο.

Απ’ το πρώτο επεισόδιο περιμένουμε να δούμε τη σημερινή κορύφωση. Το έγκλημα. Ποιος έκανε τι. Πώς έγινε και γιατί. Αν ήταν προμελετημένο ή όχι. Αν αφορούσε δ@λ@φονία ή αυτοάμυνα. Ποιοι τελικά εμπλέκονται και ποιοι εξαιρούνται. Προκειμένου να μας λυθούν όλες οι απορίες αλλά ταυτόχρονα να μας δημιουργηθούν κι όλες οι νέες, δόθηκε η πλήρης εικόνα κι απαντήθηκαν όλα τα παραπάνω. Ο τρόπος που έγινε όλο αυτό ήταν μαγικός. Το zooming out με το drone κι η πανοραμική λήψη μέχρι να ξαναεστιάσει στην κάθε σκηνή ξεχωριστά, μας αύξησε κατακόρυφα την αδρεναλίνη και μας γούρλωσε τα μάτια που κόλλησαν στην οθόνη.

Ο Παύλος Σιδηρόπουλος απ’ τη μία στα headphones του Σπύρου και Αντώνη σε συνδυασμό με την εναλλαγή στην τρομακτική ησυχία των σκηνικών της παρακολούθησης του Χαράλαμπου είναι ένας μουσικός συμβολισμός που δεν ξέραμε καν ότι χρειαζόμασταν τόσο πολύ. Το “Να μ’αγαπάς” διεκόπη απότομα κι αντικαταστάθηκε από το “Σώσε με”. Ο έρωτας κι η ανεμελιά του Σπύρου και του Αντώνη, έγιναν συμμετοχή σε φ@νικό και συγκάλυψη. Η παρατηρητικότητα και περιέργεια του Ορέστη έγιναν συνενοχή και βοήθεια στα δυο παιδιά. Η κατά τύχη γειτονική παρουσία του Αντίνοου και μαρτυρία του στο έγκλημα έγινε η ζυγαριά του “κάνω αυτό που πρέπει” ή “κάνω πως δεν είδα”;

Νιώθουμε και μια αμηχανία με την τεράστια ψυχραιμία της Αλεξάνδρας και του Φάνη. Αμέσως όμως μόλις επανερχόμαστε στις πρότερές τους συμπεριφορές, συνειδητοποιούμε ότι αυτές ήταν κι οι αναμενόμενες. Βέβαια, υπάρχει κι η πιθανότητα του εκκρεμούς, όσον αφορά αυτά που θ΄ ακολουθήσουν και τι τελικώς θα ζητήσουν. Θα επιστρατεύσουν, ο καθένας με τη σειρά του, το συμφέρον προκειμένου να γίνει η δουλειά τους ή θα συνεχίσουν να παραμένουν σιωπηλοί συνένοχοι; Ας μην ξεχνάμε πως η Αλεξάνδρα, μπορεί να είναι φαινομενικά ανεξάρτητη αλλά κατ’ ουσίαν βρίσκεται και στην πιο ευάλωτη στιγμή της ζωής της. Ο δε Φάνης, κρατάει στο χέρι τον Ορέστη κι ενώ ο τρόπος που ζητά βοήθεια είναι ο εξ ορισμού χειριστικός, δε θα πέσουμε κι απ΄τα σύννεφα αν τελικώς του τη φέρει.

Ο Τσορτέκης ως Χαράλαμπος προσπάθησε να κάνει τα πάντα για να τον αντιπαθήσουμε και τα καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό. Όταν όμως εκτελείται μέσα στο πλαίσιο της ερωτικής βεντέτας του γιου του και του φίλου του, ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρεται, μετακινείται και τέλος βυθίζεται είναι σοκαριστικός. Μέχρι και νεκρός, η υποκριτική του είναι υψηλής ποιότητας. Η βύθιση του κορμιού του είναι ρεαλιστικά τρομακτική, τα ανοιχτά του μάτια σε στοιχειώνουν και το έρμαιο άφημα της σωματοδομής του στους υπόλοιπους δε θα μπορούσε ν’ αποδοθεί καλύτερα. Αν υπήρχε βραβείο νεκρού, αυτός θα ήταν ο βασικός υποψήφιος, αν όχι ο νικητής.

Τι να πρωτοπούμε για την εναλλαγή των τραγουδιών της γιαγιάς Χαρούλας με τον καταρρακωμένο εγγονό Αντώνη; Πόσο πεντάμορφη ήταν η κατάλευκη συμβολική παρουσία της; Τι όμορφη διάταξη είχαν όλοι οι μουσικοί στο λιμάνι και πόσο έξυπνη τοποθέτηση των αρόδου ιστιοφόρων και καϊκιών ολόγυρά τους; Όλη αυτή η οπτικοακουστική συνύπαρξη ήταν μια απ΄τις ομορφότερες στιγμές της σειράς γιατί περιείχε όλα τα στοιχεία της προσπάθειας, συνεργασίας κι αγάπης γι’ αυτό το φεστιβάλ.

Να μ’ αγαπάς λοιπόν. Γιατί αγάπη είναι το “θέλω να μεγαλώνω μαζί σου” της Κλέλιας. Αγάπη είναι το “ο γιος σου σήμερα έκανε το μόνο αληθινό πράγμα μέσα σ’ αυτό το σπίτι” της Σοφίας. Αγάπη είναι το “νιώθω κανονικά μαζί σου” του Σπύρου προς τον Αντώνη. Αγάπη είναι το “δε μου το έμαθε κανείς, απλά τον αγαπάω αληθινά” της Μαρίας για τον γιο της. Αγάπη είναι το “σώπα αγόρι μου, σώπα” χωρίς καμία κριτική για το ξέσπασμα και το κλάμα του. Αγάπη είναι το “φτάνει” της Σοφίας προς τον Φάνη κι αφορά όλους εκτός του ίδιου. Αγάπη είναι όταν “κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα ελέγξεις” του Ορέστη για τον έρωτά του προς την Κλέλια. Ενός έρωτα που ντύνεται μ’ άλλη μια φανταστική διασκεύη του “creep” και μας χαρίζει τα πρώτα λεπτά του επεισοδίου παρουσιάζοντάς μας ένα οικείο περιβάλλον θάλασσας, ασπρόπετρας, σπηλιάς, σωμάτων κι έρωτα. Δε νιώθουμε αποξενωμένοι απ’ όλο αυτό γιατί είναι πολύ πιθανό να έχουμε ζήσει κι εμείς κάτι αντίστοιχο σε κάποιο απ’ τα άπειρα νησιά μας. Το zoom -in στα πρόσωπα της Κλέλιας και του Ορέστη είναι το βασικό συστατικό που χρησιμοποιεί ο σκηνοθέτης για να μας συνδέσει με την αλήθεια τους. Τα εφηβικά τους πειράγματα είναι ατάκες που και πάλι χρησιμοποιούμε κι εμείς στην καθημερινότητα κι αυτόματα νιώθουμε συνδεδεμένοι με τους πρωταγωνιστές.

Και φυσικά, η ήρεμη και γεμάτη χρώμα αρχή του επεισοδίου κάνει μοναδικό κοντράστ με την τελευταία σκηνή. Το φρέσκο ψωμί, το βούτυρο φαστ και το μέλι απ’ τα χέρια της μαμάς είναι πάντα αυτά που προσφέρουν κορεσμό στην πείνα κι ασφάλεια στην ψυχή. Η ατμόσφαιρα της κουζίνας ήδη αλλαγμένη, προσφέρει ένα ελαφρύ μηδίαμα ανακούφισης στο Σπύρο που συνειδητοποιεί ότι η μαμά του είναι ασφαλής. Η δε Μαρία, που είναι πια ελεύθερη, άσχετα αν δεν το ξέρει ακόμη, μας εντάσσει άθελά της στην κανονικότητα μιας καθημερινής σκηνής στην κουζίνα. Δε θα μπορούσε να λείψει το στοιχείο της προοικονομίας  απ’ τα λόγια της Χαρούλας, η οποία γράφοντας στο σημειωματάριό της, μπορεί να μη μας κοιτά αλλά σίγουρα μας ψιθυρίζει:

“Έχει μέλλον αυτή η ιστορία. Όλοι έχουν.”

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Τιτή Μητσοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου