Κοιμάσαι; Μα φυσικά και δεν κοιμάσαι αφού ένας ήχος φροντίζει να σε κρατάει ξύπνιο. Μόνο τώρα κατάφερε να φτάσει μια φωνή στα αυτιά σου. Δεν μπορείς να αγνοήσεις τίποτα πια, καθώς είναι όλα εκεί μπροστά σου. Οι στιγμές, τα λόγια, οι αναμνήσεις, όλα έρχονται τα βράδια σαν παραμιλητά και σου κλέβουν τον ύπνο. Σε κρατάνε ξύπνιο μέσα από τα ουρλιαχτά και σου επιτάσσουν να θυμηθείς. Προσπαθείς να καταλάβεις τι σου ψιθυρίζουν, αλλά μάταια. Δε βγάζουν νόημα αυτά που ακούς, είναι σαν άναρθρες κραυγές, ένας ήχος που δεν έχεις ξανακούσει, μια γλώσσα που δεν καταφέρνεις να αποκωδικοποιήσεις. Κάτι εκκωφαντικό που σε κάνει να λυγίζεις από πόνο. Τρομάζεις και προσπαθείς να καταλάβεις πώς κάτι που ακούς, κάτι που μοιάζει με λόγια που ουρλιάζουν, μπορεί να σε πονέσει τόσο.

Βλέπεις, πάντα πίστευες πως τα λόγια φέρνουν την κάθαρση. Λόγια μεγάλα, βαρύγδουπα, γλυκά, μα τόσο ψεύτικα. Είχες συνηθίσει στη βαβούρα που δημιουργούν τα λόγια, όμως αυτός ο ήχος δε ζωντανεύει με λέξεις, αυτός ο ήχος είναι η απάντηση που σου πρέπει, η σιωπή. Τώρα είναι αργά πια για τα λόγια σου καθώς οι τίτλοι τέλους εμφανίζονται κι εσύ παραμένεις μόνος με τη σιωπή του άλλου να σου τρυπάει τα κόκκαλα. Μια σιωπή απέραντη που σκεπάζει το δωμάτιό σου και σε αγκαλιάζει τόσο σφιχτά που σε πνίγει.

Το λιμάνι της σιωπής είναι  συνήθως απάνεμο γι’ αυτόν που με σοφία επιλέγει να μη μιλήσει, αλλά να αφήσει τη σιωπή του να πει όσα τα λόγια ήταν πολύ φτωχά για να αποτυπώσουν. Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για τον παραλήπτη, για σένα που περιμένεις μια απάντηση, μια αντίδραση, μια λέξη. Είχες συνηθίσει τη φωνή του άλλου και τώρα σε πληγώνει αυτή η ανεξήγητη ησυχία. Περιμένεις, ξαγρυπνάς ελπίζοντας ότι μέσα στη βουή θ’ αναγνωρίσεις τη χροιά της φωνής του, όμως δεν την ακούς. Και τότε συνειδητοποιείς τη δύναμη της σιωπής του.

Στέκεσαι με δέος μπροστά στη φαινομενικά μικρή σιωπή που όμως μπορεί να κρύβει τόσα ανείπωτα λόγια, συναισθήματα που ξέφτισαν στο χρόνο, ανθρώπους που έμειναν κολλημένοι σε μια στιγμή στο παρελθόν κι ένα γιατί που δεν απαντήθηκε ποτέ.  Εκεί κάτω από τον πνιγηρό ήχο της μπορείς να ακούσεις πια, αν αντέξεις βέβαια, όλη την αλήθεια. Μια αλήθεια που δεν ειπώθηκε ποτέ ακόμα και από τον πιο θαρραλέο άνθρωπο στον κόσμο, τόσο βροντερή που μόνο η σιωπή του άλλου μπορεί να σου αποκαλύψει.

Από τα λόγια του άλλου μπορεί να ξεφύγεις, από σιωπή του όμως ποτέ! Εγκλωβισμένος στην άβυσσό της έρχεσαι αντιμέτωπος με όσα από φόβο δεν παραδέχτηκες, όσα δεν τόλμησες να πεις, όσα προσπάθησες  μάταια να θάψεις. Στιγμές πεθαμένες και πράξεις σου που έμειναν αγκυλωμένες στο χρόνο ξαναζωντανεύουν μέσα από τη σιωπή που σκεπάζει τα πάντα γύρω σου. Και κάπως έτσι, όλα ξαναγεννιούνται  εκεί, μπροστά στα μάτια σου, χωρίς όμως να σου δίνουν το δικαίωμα να παρέμβεις. Μοιάζει με τιμωρία καθώς αυτή τη φορά πρωταγωνιστής είναι αυτή κι εσύ δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο από το να τη σεβαστείς, να την υπακούσεις, να την αποκωδικοποιήσεις.

Δεν είναι η δειλία που κρύβεται πίσω από τη σιωπή, αλλά το θάρρος. Θάρρος για να περιγράψεις χωρίς λόγια στον άλλο τα ανείπωτα της ψυχής σου, αυτό που οι λέξεις αδυνατούν να εκφράσουν. Βρες το νόημα της σιωπής του. Μη φοβάσαι τα λόγια, ούτε τις πράξεις του, τη σιωπή του να τρέμεις. Αυτή μπορεί να σε πληγώσει περισσότερο από κάθε λέξη. Άκουσε την προσεχτικά γιατί εκεί μπορεί να κρύβονται όλα του τα μυστικά και οι φόβοι.  Αυτά που τρέμει να παραδεχτεί, αυτά που δειλιάζει να σου πει, αυτά που του καίνε τα σωθικά τα μαρτυρά μόνο η σιωπή του. Όταν τα λόγια στερεύουν η ψυχή  ουρλιάζει  μόνο μέσα από τη σιωπή.

Τα σφραγισμένα χείλη άλλωστε, είναι και αυτά που σε πονάνε περισσότερο.

 

Επιμέλεια Κειμένου Μυρτώς Τσιτσιδάκη: Σοφία Καλπαζίδου

 

Συντάκτης: Μυρτώ Τσιτσιδάκη