Mπορεί να έχεις φύγει κι αρχικά ν’ αντέδρασα άσχημα μ’ αυτήν τη φυγή. Ποιος όμως είναι και ψύχραιμος την ώρα εκείνη; Μπορεί να μη με ξυπνάς εσύ τα πρωινά και να μην είσαι σιωπηλά δίπλα μου τις ώρες που γυρίζω κομμάτια από μια καθημερινότητα που δεν αφήνει χώρο για άλλες σκέψεις, για ερωτευμένα χαμόγελα, για βαθιές ανάσες.

Κι όμως εγώ σε βλέπω παντού. Σε βλέπω στον τρόπο που κάνω την κουβέρτα «φάκελο» και τη βάζω κάτω απ’ τα πόδια μου πριν κοιμηθώ. Δική σου συνήθεια που αποδείχτηκε εξαιρετικά κολλητική. Σε βλέπω τα πρωινά που πίνω τον καφέ μου αποκλειστικά και μόνο στο κρεβάτι και στη μουσική που μου έμαθες ν’ ακούω την ώρα που δουλεύω.

Είσαι εδώ τις ώρες που παλεύω ν’ αντιμετωπίσω το άγχος μου. Εσύ μου έμαθες να διαβάζω κάτι για να ξεχνιέμαι και να πηγαίνω βόλτα ως την παραλία για να παίρνω αέρα. Εσύ μου έμαθες πώς ν’ απομυθοποιώ καταστάσεις και πώς να μη μεγαλοποιώ τα εκάστοτε προβλήματα στο μυαλό μου. Μου έδωσες να καταλάβω ότι τα σημαντικά είναι άλλα. Τα σημαντικά τα βρίσκεις στην τελευταία αγκαλιά πριν τον ύπνο, στα ηλίθια τραγουδάκια που σε κάνουν να γελάς όταν όλα σου μοιάζουν αποπνικτικά, στη σιγουριά του «όλα θα πάνε καλά» που ξεστομίζουν τα πιο αγαπημένα σου χείλη.

Μπορεί σωματικά να μην είσαι εδώ, αλλά εγώ σε βρίσκω εντός μου. Μου άφησες κομμάτια σου και τα έκανα δικά μου. Τα ενσωμάτωσα με τέτοιο τρόπο που πια ο οργανισμός μου δεν τα αντιλαμβάνεται ως ξένα. Σε κρατώ μέσα μου πια, στο χαρακτήρα που διαμόρφωσα, στα κουσούρια που μου άφησες και σ’ αυτά που χτίσαμε μαζί.

Σ’ ευγνωμονώ τις ώρες που δεν αφήνω να με πατάνε, που πατάω εγώ πόδι, που υψώνω ανάστημα και βάζω όρια. Πρώτα μ’ εσένα έθεσα τα όριά μου και τώρα πια ξέρω ως πού να φτάνω. Σε βρίσκω τις στιγμές που φιμώνω το αγρίμι μέσα μου και που δε βγάζω γλώσσα, γιατί ξέρω πια πως πρέπει και ν’ ακούω. Έχω γίνει καλός ακροατής και πώς να μη γίνω μ’ εσένα που δεν ήξερες να βάζεις γλώσσα μέσα;

Είσαι παρών ακόμα και στα πιο απλά. Τις στιγμές που προτιμώ ταινίες δράσης από θρίλερ, τις στιγμές που βάζω σε διαφορετική θέση τα κόκκινα από τα μπλε στιλό στο γραφείο μου και τις ώρες που προτιμώ να πίνω νερό από τις κούπες του καφέ.

Μου πέρασες τις παραξενιές σου και την ικανότητά σου να βλέπεις τα πράγματα μ’ έναν τρόπο μοναδικό. Διαφορετικό, ολίγον τι αναρχικό και σίγουρα πιο απλοϊκά όμορφο. Χωρίς κρυμμένα νοήματα και διφορούμενες λέξεις, χωρίς σπαζοκεφαλιές και ανούσιες, παιδικές κινήσεις εντυπωσιασμού.

Με πειράζει που έφυγες, ξέρεις. Είχες κι άλλα να μου μάθεις. Ακόμα δεν ξέρω να ξεχωρίζω τον καλό καφέ από τον κακοφτιαγμένο και δεν έχω ιδέα αν αυτό που πίνω είναι κρασί ή πετρέλαιο. Κι ας υποσχέθηκες πως θα μου μάθεις. Με πειράζει που έφυγες, αλλά δε μου λείπεις τόσο. Ίσως γιατί μετά από τόσες στιγμές θα είσαι πάντα εδώ.

Όταν ενώνονται δυο ζωές, όταν σχεδόν ταυτίζονται οι καθημερινότητες και η γκρίνια σου γίνεται χαμόγελο του άλλου, τότε καμιά φυγή δεν είναι αρκετή για να σβήσει την παρουσία του από μέσα σου. Την κουβαλάς παντού, χαράσσεται ανεξίτηλα πάνω σου και δεν έχεις καμιά όρεξη να τη σβήσεις.

Συντάκτης: Σοφία Καλπαζίδου