Δεκαοκτώ· η πολυπόθητη ενηλικίωση στην οποία παρακαλάς να φτάσεις όσο είσαι στο σχολείο, για να γίνεις επιτέλους ανεξάρτητος. Στα δεκαοχτώ, θεωρητικά πάντα, μπορείς να μείνεις μόνος σου, να οδηγήσεις αυτοκίνητο, να ψηφίσεις, να αγοράσεις τσιγάρα (στο εξωτερικό, στην Ελλάδα μπορείς απ’ τα δέκα, αρκεί να πεις ότι είναι για τον μπαμπά σου), μπορείς να πιεις μέχρι σκασμού, να είσαι κύριος του εαυτού σου σε κάθε τομέα της καθημερινότητάς σου, μπορείς γενικά να ζήσεις τη ζωή σου όπως τη θέλεις και να μη δίνεις λογαριασμό σε κανέναν -ή έτσι νομίζεις, τέλος πάντων.

Έτσι το έβλεπα κι εγώ, εκεί κοντά στα δεκαοκτώ· ζούσα πλέον μόνη μου, καθάριζα το σπίτι (και το μπάνιο) με τα ίδια μου τα χέρια, είχα την ευθύνη του εαυτού μου και των σπουδών μου και δεν είχα να δώσω ραπόρτο σε κανέναν για το τι ώρα γύρισα, πού ήμουν και με ποιον. Ήμουν ανεξάρτητη, το έλεγα και το πίστευα με όλη μου την καρδιά, κι ας έτρωγα μεσημεριανό απ’ τα χεράκια της μαμάς μου, που φρόντιζε να μου γεμίζει την κατάψυξη με ταπεράκια, μην τυχόν και της πεθάνω από σκορβούτο έτσι βαρεμένη που ήμουν, κι ας μύριζαν τα ρούχα μου το μαλακτικό της, καθώς η βαλίτσα με τα άπλυτα έφευγε για Κιλκίς κάθε Παρασκευή κι επέστρεφε Θεσσαλονίκη Κυριακή βράδυ με το περιεχόμενό της φρεσκοσιδερωμένο και σένιο, κι ας πλήρωνα τους λογαριασμούς μου με χρήματα που μου έβαζε ο μπαμπάς στο λογαριασμό κάθε πρώτη του μήνα.

Ώσπου ήρθε η στιγμή να γίνω στ’ αλήθεια ανεξάρτητη και το εγχείρημα με βρήκε τόσο απροετοίμαστη, που σοκαρίστηκε το εγώ μου. Μεγάλωσα κι έμαθα πως ανεξαρτησία δε σημαίνει μόνο να προσπαθείς να μανατζάρεις τα χρήματά σου για να μην πεθάνεις της πείνας στο τέλος του μήνα, αλλά σε προσέχεις, να σε υπερασπίζεσαι, να έχεις στόχους τους οποίους πρέπει να χρηματοδοτήσεις με δικό σου κόπο, να έχεις υποχρεώσεις πίσω απ’ τις οποίες οφείλεις να τρέχεις για να κερδίζεις στοιχήματα με τον εαυτό σου, να θέλεις να κάνεις χίλια δύο πράγματα και να μην μπορείς/προλαβαίνεις επειδή κάνεις μια κωλοδουλειά που της δίνεις τα νιάτα σου για να σε πληρώνει με μισθούς βασικούς, αναγκαστικά σαμποτάροντας ο ίδιος τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σου.

Και δε φτάνει αυτό. Για να γίνεις πιο ανεξάρτητος, καταλαβαίνεις πως πρέπει όχι απλά να βγάλεις δίπλωμα, να βγάζεις γλώσσα, αλλά να βγάζεις και το φίδι απ’ την τρύπα· να μάθεις να κλείνεις μόνος σου ραντεβού στον οδοντίατρο κάθε εξάμηνο παριστάνοντας πως δε χέζεσαι απ’ το φόβο μόνο στο άκουσμα των νοερών «σβββιιιν», να στέκεσαι σαν μαλάκας σε ουρές σε τράπεζες, εφορίες και λογιστές αντί να στέλνεις τη μαμά σου και να πληρώνεις ο ίδιος τις κλήσεις και τους εκπρόθεσμους λογαριασμούς σου αντί να τσοντάρουν απλά οι γονείς σου.

Είναι ζόρικη η ανεξαρτησία, η αλήθεια να λέγεται, καμία σχέση με αυτό το ειδυλλιακό που έχεις στο μυαλό σου ως φρέσκος ενήλικας. Το να στέκεσαι στα δικά σου πόδια είναι το δυσκολότερο πράγμα που θα καταφέρεις ποτέ στη ζωή σου, αλλά μην τρομάζεις καθώς είναι ταυτόχρονα ερωτικό κι απίστευτα απελευθερωτικό. Εκεί που νόμιζες πως μπορείς μέχρι το δέκα, έρχεσαι στην ανάγκη και διαπιστώνεις πως τελικά ίσως και να μπορείς μέχρι το είκοσι, και φτάνεις μια μέρα στο εκατό και σχεδόν δεν το πιστεύεις, και νιώθεις ανίκητος, και ξαφνικά πιστεύεις πως δε θα αργήσει η μέρα που θα φτάσεις στο διακόσια.

Η ανεξαρτησία είναι πρωταθλητισμός, άθλημα ατομικό, όχι ομαδικό, κι ασχολία από τις ακριβότερες όλου του κόσμου. Δε μοιράζεσαι καμία ήττα, αλλά σου φτάνει που ξέρεις πως οι νίκες είναι όλες δικές σου. Δεν είναι μόνο το ενοίκιο ή το δάνειο που καλείσαι να πληρώσεις, δεν είναι απλά η επιχειρηματική πρωτοβουλία που τολμάς να αναλάβεις, δεν είναι καν τα τέλη κυκλοφορίας, τα ασφαλιστικά προγράμματα και το καινούριο ψυγείο που πρέπει να αγοράσεις στα καλά καθούμενα, αναπολώντας τις εποχές που είχες πιο δημιουργικά πράγματα να κάνεις με 580 ευρώ, τότε που μακαρίως πιστεύεις πως οι οικιακές συσκευές δεν αγοράζονται, αλλά με κάποιο τρόπο παραχωρούνται και πως τα σκουπίδια της τουαλέτας αδειάζουν από μόνα τους, έτσι μαγικά.

Η ανεξαρτησία δε στοιχίζει μόνο σε χρηματική αξία, δεν την πληρώνεις μόνο με κόπο, κοστίζει και σε ανθρώπους· ως ανεξάρτητος δε βολεύεσαι πια σε καταστάσεις, έχεις άποψη και θέλω, και δε φτάνει που τα έχεις, τα φωνάζεις κιόλας, κι αν οι άλλοι κάνουν να τα πατήσουν, στην καλύτερη τα μαζεύεις και φεύγεις και στη χειρότερη τους πατάς ο ίδιος κάτω για να μάθουν να σηκώνουν κεφάλι εκεί που τους παίρνει την επόμενη φορά.

Δεν το κάνεις από κακία, το κάνεις από καθαρό ένστικτο αυτοσυντήρησης, επειδή για να γίνεις αυτό που έγινες χρειάστηκε να κάνεις πολλά σφάλματα, να αγαπήσεις λάθος, να βγεις μόνος σου από δύσκολες καταστάσεις, να σου φερθούν άσχημα, να σφίξεις τα δόντια μπροστά σε άδικες συμπεριφορές και να κλάψεις εκατοντάδες φορές πίσω από κλειστές πόρτες για να μην τους κάνεις τη χάρη -κι αυτό, όπως κι αν έχει, σε έκανε λιγάκι αγρίμι.

Διαλέγοντας να είσαι ανεξάρτητος δε σημαίνει απλά πως επιλέγεις να στέκεσαι στα δικά σου πόδια μη περιμένοντας τίποτα από κανέναν· σημαίνει επίσης πως επιλέγεις να ζεις ξεβολεμένος, κι είσαι σχεδόν υποχρεωμένος να το κάνεις μόνος σου, καθώς οι γύρω σου αναφερόμενοι σε εσένα πάντα θα λένε τη φράση «δεν έχει ανάγκη», και θα σου σπάνε τα νεύρα γιατί μέσα σου ξέρεις πως όντως δεν έχεις ανάγκη, αλλά πού και πού θα ήθελες να είχες, μπας και γινόσουν πιο ανθρώπινος, ή έστω να ξέρεις πως εκεί γύρω υπάρχει κάποιος πιο δυνατός από εσένα, όχι για να μοιραστεί το βάρος σου, αλλά για να σε πάρει καμιά αγκαλιά και να σου πει πως (στην απίθανη περίπτωση που θα χρειαζόσουν κάτι) είναι εκεί.

Και να το εννοεί. Και ίσως να σε αντέχει. Αλλά μέχρι τότε, συνέχισε να κάνεις αυτό που ξέρεις καλύτερα· εκείνο το περιβόητο «δεν έχω ανάγκη».

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη