Έφτασε η πιο αναμενόμενη εποχή του χρόνου. Ο καιρός ζεσταίνει, βγαίνουμε λίγο παραπάνω, οι σκοτούρες κάνουν στην άκρη, τα παγωτά λιώνουν στα χέρια μας, τα κοκτέιλ αποκτάνε ομπρελίτσες, τα πνεύματα ελαφραίνουν, όλα μοιάζουν καλύτερα, ακόμα κι εμείς· τα μαλλιά ξανθαίνουν, η όψη μας δε δείχνει χλωμή κι αρρωστιάρικη όπως το χειμώνα, το δέρμα μας αποκτάει μια πιο σκουρόχρωμη απόχρωση, όπως και να ‘χει, οι άνθρωποι το καλοκαίρι ομορφαίνουν.

Για να επιτευχθούν όλα αυτά, βέβαια, πρέπει να πας σε κάποια παραλία, να ρουφήξεις τον ήλιο απ’ την πηγή του, όχι απ’ το παράθυρο του αυτοκινήτου σου, να ταλαιπωρηθείς γλυκά, να πάρεις την πετσέτα και το αντηλιακό σου, να μπεις στο αυτοκίνητό σου, να φας την κινησούλα σου, να το ζήσεις το καλοκαίρι σου ζεστά, ιδρωμένα και με άρωμα καρύδας, ως είθισται, αλλιώς χάνει τη νοστιμάδα του.

Δεν ξέρω αν προτιμάς παραλία με άμμο ή βότσαλο, κοσμική ή οικογενειακή, κοντινή ή όσο πιο μακρινή γίνεται, ξέρω όμως πως σε όποια παραλία κι αν πας οι λουόμενοι πάντα θα χωρίζονται σε δυο κατηγορίες· σε εκείνους που άπαξ και πατήσουν το πόδι τους στην άμμο ψάχνουν να εναποθέσουν το κορμάκι τους φαρδιά-πλατιά σε μια ξαπλώστρα σαν αστερίες και να μην κουνήσουν ρούπι και τους άλλους, που δε στρώνουν κώλο κάτω και ζαλίζουν την υπόλοιπη παραλία με το τάκα-τούκα τους.

Οι πρώτοι είναι ήρεμοι, ακίνδυνοι, σωστά κομοδίνα· φοράνε το μαγιουδάκι τους, παραγγέλνουν καφέδες-μπίρες-κοκτέιλ, το παίζουν αδιάφοροι πίσω απ’ τα γυαλιά τους ενώ στην πραγματικότητα δεν αφήνουν να περάσει γκομενάκι ακοζάριστο, πασαλείφονται ανά δεκαπέντε λεπτά με άλλο αντηλιακό καθώς έχουν αγοράσει ένα για προστασία, ένα για μαύρισμα, ένα για το πρόσωπο, ένα για τα χείλη, ένα για τις παρανυχίδες κι ένα για τον πόνο του άλλου (κατά βάθος το κάνουν για να περάσει η ώρα, δεν εξηγείται αλλιώς), γενικά ο μοναδικός σκοπός της ζωής τους είναι να φωτοσυνθέσουν και να αποθηκεύσουν βιταμίνη D για τις δύσκολες μέρες του χειμώνα.

Ενόχλησέ τους μόνο αν αξίζει ο κόπος, καθώς δε σηκώνουν πολλά-πολλά, βαριούνται κι εσένα και τις βλακείες που έχεις να πεις, βαριούνται και τη ζωή τους, άσχετο που μέσα σε όλο αυτό νιώθουν πως περνάνε καλά. Σπαταλάνε θερμίδες, λοιπόν, μόνο όταν ο ήλιος τους έχει παρακάψει κι αυτό είτε για να πάνε μέχρι το beach bar να δούνε τι παίζει, είτε για να μπούνε στη θάλασσα σε στιλ γιαγιά που φοβάται μη χαλάσει το μαλλί επειδή το απόγευμα έχει να πάει σε βάφτιση, είτε για να εκτείνουν το χέρι τους και να πατάνε κλικ μέχρι να βγάλουν την τέλεια σέλφι, να την ποστάρουν και να κρατήσουν καμιά κατοσταριά ακόμα καβάτζα για τα χειμερινά #throwback, #takemeback, #kalokairakiargeis posts.

Οι δεύτεροι; Α, οι δεύτεροι! Μόνιμα λαδωμένοι στο φουλ, πολύ ή λίγο γυμνασμένοι, σχεδόν πάντα με τατουάζ-μουσαμά να καλύπτει από σπλήνα μέχρι ακροδάχτυλο, βλέπουν την παραλία σαν λούνα παρκ και σαν ευκαιρία να σπάσουν μπάλες με χαρά μικρού παιδιού. Με το που θα πατήσουν άμμο σχεδόν δεν κρατιούνται! Πετάνε μπλούζα (αν δεν την έχουν ήδη βγάλει απ’ τη διαδρομή), εκτοξεύουν τσάντα, τρέχουν στη θάλασσα, πηγαίνουν μέχρι το απέναντι νησάκι και γυρίζουν κολυμπώντας, κάνουν ψαροντούφεκο και σου φέρνουν δυο-τρεις κοκοβιούς για κολατσιό, βγαίνουν έξω πίνουν στα γρήγορα έναν καφέ, γνωρίζονται με τους διπλανούς, διοργανώνουν τσακ-μπαμ ένα τουρνουά beach volley με καμιά εικοσαριά άγνωστους, μόλις βαρεθούν αρχίζουν τις ρακέτες κι εκτοξεύουν μπαλάκια σε όλα τα μήκη και πλάτη της παραλίας, ξαναμπαίνουν να κολυμπήσουν, τρώνε κάτι, ξαναπαίζουν ρακέτες, κάνουν μακροβούτια από βράχια, windsurfing, παρά πέντε, γενικά αν πας παρέα μαζί τους στη θάλασσα θα περάσετε πολύ ωραία. Χώρια.

Επειδή αν δεν είσαι σαν αυτούς, δεν πρόκειται να καταλάβεις γιατί στο διάολο δε στρώνουν τα καπούλια τους κάτω, να ηρεμήσεις κι εσύ κι όλοι οι υπόλοιποι, αλλά και σαν εκείνους να είσαι, σε πιάνει ένα ψιλοάγχος για το ποιος θα προσέχει τα κινητά/λεφτά/κλειδιά σας, που τα έχετε παρατήσει ανέμελα στις ξαπλώστρες σας (τις οποίες ούτε εσείς ξέρετε γιατί τις νοικιάσατε), λες κι είσαστε στα Μάταλα το 1962. Γιολάρετε, λοιπόν, φλερτάροντας με τον κίνδυνο να μην μπορείτε να γυρίσετε σπίτια σας στον αιώνα τον άπαντα λόγω κάποιου ελαφροχέρη που αποφάσισε να πουλήσει το κινητό σας στη μαύρη αγορά για να πληρώσει τα μοχίτο του κι ό,τι θέλει ας γίνει.

Βέβαια, σε όποια κατηγορία κι αν ανήκεις, το καλοκαίρι μόλις έκανε τζα, οπότε κοίταξε να το απολαύσεις κι αγάπα αλλήλους. Δε σου λέω να τους δεχτείς όπως είναι, αυτό είναι αδύνατον· καταλαβαίνω απόλυτα πως αν είσαι κατηγορία κομοδίνο, είναι όντως σπαστικό να σου σκάνε μπαλάκια στο κεφάλι απ’ το πουθενά κι αν απ’ την άλλη ανήκεις στο είδος των αγριοκάτσικων, είναι σπαστικό να σου λένε όλη την ώρα να πάρεις τα μπογαλάκια σου και να πας στο διάολο μεσημεριάτικα γιατί τους ζάλισες τον έρωτα.

Να αγαπιόμαστε, όμως, λίγο παιδιά και να μη χαλάμε τις καρδιές μας για χαζά. Άλλωστε ο πραγματικός εχθρός μας το καλοκαίρι δεν είναι ούτε οι μεν, αλλά ούτε και οι δε, είναι άλλος· τα κουνούπια.

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη