Δε μου αρέσουν τα κολλήματα· είναι άσκοπα, νοσηρά, κουραστικά. Παλιά τα νόμιζα για έρωτα, τώρα μεγάλωσα και ξέρω, που να μην ήξερα! Ξέρω πως το μυαλό μας φαντάζεται πράγματα που δεν υπάρχουν, πως η ανθρώπινη ψυχή κυνηγάει την ένταση όπως οι γάτες κυνηγάνε το λέιζερ, έτσι, για την ψευδαίσθηση ζωτικότητας που δίνουν όλα τα παραπάνω στους απανταχού απελπισμένους για λίγο τζιζ.

Πόσο τζιζ ν’ αντέξεις όμως; Εγώ ας πούμε βαριέμαι και γρήγορα. Εννοώ πάρα πολύ γρήγορα. Εννοώ πως δεν έχω καθόλου υπομονή και λίγο να μου ξινίσει κάποια συμπεριφορά σου, κακίες δεν κρατάω, αλλά αρπάζω την τσάντα μου και φεύγω. Καθόμουν να σκάσω κάπου εκεί στα δεκάξι μου, άντε και λίγο στα εικοσιδύο μου, τώρα που το σκέφτομαι μέχρι εκεί στα είκοσι πέντε. Από τα εικοσιεπτά και μετά άρχισα τα «από εδώ πάνε κι άλλοι». Όχι πως δεν απογοητευόμουν πια, ούτε πως ξαφνικά έγινα αναίσθητη και δε στεναχωριόμουν. Απλώς, κατάφερα να χωνέψω πως όσο μου φταίει ο άλλος που φέρεται όπως φέρεται, άλλο τόσο μου φταίω κι εγώ που κάνω λάθος επιλογές. Ξέρεις, γλιτώνεις από πολλά δεινά όταν αποφασίζεις να σταματήσεις να παριστάνεις το θύμα.

Κι έτσι πορευόμουν μέχρι που εμφανίστηκες εσύ. Ενοχλητικής επιμονής άνθρωπος, από εκείνους που στο τέλος καταντούν αστείοι, όχι με την κακή έννοια, αλλά με την κάπως τρυφερή. «Βρε δε θέλω», «βρε άσε με», «βρε πού πας να μπλέξεις, καλά έχεις την ησυχία σου», τίποτα εσύ, εκεί, τα δικά σου. «Θα του περάσει» μονολογούσα και σε έκανα χάζι για να δω πού το πας κι ως πού θα το φτάσεις. Να σου βάζω παγίδες και να τις περνάς με στυλ, λες και δεν ήταν καν παγίδες, να σου πετάω στα μούτρα το χειρότερό μου εαυτό κι εσύ να με κοροϊδεύεις και να με σφίγγεις πιο πολύ στην αγκαλιά σου, να σου λέω πως είμαι τίγρης από εκείνες που βρυχώνται με νεύρα κι εσύ να με χαϊδεύεις και να γουργουρίζω σαν γατί. Τι στο διάολο πήγαινε λάθος;

Και πέρασαν οι εβδομάδες, οι μήνες, πέρασε παραπάνω από χρόνος κι εσύ ακόμα εδώ. Ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί σου το κατάλαβα από την αρχή, αλλά τόση λόξα, όχι, δεν την περίμενα. Δε νευριάζεις εσύ; Δε θέλεις να βάλεις ωτοασπίδες για να μη με ακούς, δε σκας από το κακό σου που δε σου δίνω δίκιο ποτέ; Έλα Παναγία μου κάτι άνθρωποι. Εντάξει βέβαια, δεν έγινε και κάτι, μπορούμε να το διαλύσουμε οποτεδήποτε το θελήσουμε και δε θα ανοίξει ρουθούνι, αυτό σου το έλεγα από την αρχή και συνεχίζω να το λέω, μην ανησυχείς. Ένα σοβαρό ατόπημα δρόμος είναι ο χωρισμός, τόσο από μέρους μου, όσο κι από μέρους σου. «Δεν υπάρχει περίπτωση λες» κι ενώ το γατί μέσα μου καθησυχάζεται με ευτυχία, η τίγρης που ταΐζω τόσα χρόνια έχει σκύψει ανάμεσα σε θάμνους καχυποψίας και περιμένει την κατάλληλη στιγμή για να επιτεθεί.

Μη χαζογελάς λες και κατάφερες κάτι. Μπορώ να ζήσω και χωρίς εσένα, όπως μπορούσα και πριν. Μπορώ και χωρίς τις βλακείες σου και χωρίς τις αγκαλιές σου και χωρίς τις εκπλήξεις σου,και χωρίς τις βόλτες μας κι όλα. Μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, απλώς δε θέλω. Όταν θέλω θα σου πω και μην το παίρνεις και πολύ πάνω σου. Όχι πως χωρίς εσένα θα έχει και μεγάλη διαφορά τώρα που το σκέφτομαι. Θα έχω και πιο πολύ ελεύθερο χρόνο, εσύ σε ησυχία δε με αφήνεις. Θα έχω και λιγότερα νεύρα, επειδή με τις βλακείες σου όλο και κάτι βρίσκεις να μου ανεβάζεις το αίμα στο κεφάλι. Ποιες βλακείες σου; Ναι, εκείνες που μπορεί να μη βλέπω, αλλά φαντάζομαι. Άλλωστε όλοι εκείνοι που το παίζουν τόσο καλοί, κάτι κρύβουν κι εγώ ξέρεις τι ντετέκτιβ είμαι, όλα θα τα ανακαλύψω εν καιρώ. Μέχρι τότε πάρε με λίγο ακόμα αγκαλιά. Είπαμε, μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Προς το παρόν όμως δε βρίσκω λόγο.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου