Οι άνθρωποι λένε εύκολα «αδύνατον». Δεν το έχουν σε τίποτα να παρατήσουν προσπάθειες στη μέση με την πρώτη αναποδιά ή όταν ο κλοιός αρχίζει να στενεύει. Θέλεις λόγω έλλειψης τσαγανού, θέλεις λόγω ωχαδερφισμού; Πάντως τα παρατάνε· λένε πως προσπάθησαν όσο μπορούσαν κι ας μην το έκαναν, ρίχνουν το φταίξιμο στις συνθήκες που δεν τους ευνόησαν, στους ανθρώπους που δεν τους βοήθησαν και πηγαίνουν παρακάτω.

Οι προσπάθειες, λοιπόν, που έμειναν στη μέση ή πλασματικά αναβλήθηκαν επ’ αόριστον, κλείστηκαν βίαια στο πατάρι της εκάστοτε ψυχής κι αφέθηκαν να σκονίζονται ανηλεώς. Ποιος απ’ όλους μας δεν έχει μια τέτοια ιστορία να διηγηθεί; Δεν έγινες μπαλαρίνα επειδή δε σου άφηναν χρόνο τα τόσα φροντιστήρια, σταμάτησες το ποδόσφαιρο επειδή «παραήσουν έξυπνος για να κλοτσάς μια μπάλα», δε σε άφησαν να συνεχίσεις την ενόργανη επειδή ήταν χάσιμο χρόνου, τόσα όνειρα που καλουπώθηκαν για ανύπαρκτους λόγους.

Ξέρεις, το «δεν μπορώ» το ριζώνουμε οι άνθρωποι μέσα μας απ’ τα πρώτα μας έτη. Φοβόμαστε τους φόβους των γονιών μας και δεν κουνάμε ρούπι χωρίς να πάρουμε την έγκρισή τους. Οι γονείς μας είναι αυτοί που δε μας αφήνουν να ετοιμάσουμε πρωινό επειδή μπορεί να τραυματιστούμε, που δε μας επιτρέπουν να τρέξουμε επειδή μπορεί να γδάρουμε τα γόνατά μας, είναι εκείνοι που στο όνομα της φροντίδας μας κάνουν αντικοινωνικούς καθώς το άγνωστο το θεωρούν πάντα επικίνδυνο.

Μεγαλώνουμε και συνεχίζουμε να ζούμε με γνώμονα αυτό το ρημάδι το «δεν μπορώ». Μα λένε πως κανένας δεν ξέρει πόσο δυνατός είναι, μέχρι που η δύναμη να είναι η μόνη του επιλογή. Άλλωστε είναι εύκολο να πεις πως δεν μπορείς να πας στη δουλειά σου επειδή έσπασες το πόδι σου, πως δεν μπορείς να γράψεις επειδή στραμπούληξες το δεξί σου χέρι, πως δεν μπορείς να προπονηθείς επειδή κάτι έγινε και ξύπνησες στραβά.

Και ξαφνικά συνειδητοποιείς πως εκεί έξω υπάρχουν άνθρωποι, όπως εσύ κι εγώ, που κολυμπάνε κι ας μην μπορούν να περπατήσουν, που τρέχουν κι ας τους λείπει κάποιο άκρο, που η μειωμένη τους όραση δεν τους αποτρέπει να γίνουν πρωταθλητές ποδηλασίας. Δεν έχει σημασία αν η οποιαδήποτε αναπηρία τους υπάρχει εκ γενετής ή είναι επίκτητη, σημασία έχει πως δεν την άφησαν να τους καθορίσει, δεν τη φοβήθηκαν, μα την έκαναν κομμάτι του εαυτού τους επιτρέποντάς της να τους πάει μόνο δέκα βήματα παραπέρα κι ούτε ένα πίσω.

Ζούνε, λοιπόν, όπως εγώ κι εσύ. Ξυπνάνε, κοιμούνται, φλερτάρουν, βγαίνουν και πληγώνονται όπως όλοι. Κάνουμε ακριβώς τα ίδια πράγματα με διαφορετικούς τρόπους, δηλαδή, ακόμα κι αν οι δικοί τους τρόποι θέλουν κάποια δύναμη παραπάνω. Κάποιοι από αυτούς έγιναν πρωταθλητές κι έκαναν το φαινομενικά αδύνατο δυνατό, μα ποιος μπορεί να πει πως κι όλοι οι υπόλοιποι που δεν κυνήγησαν μετάλλια, δεν είναι πρωταθλητές στην καθημερινή αρένα όταν καλούνται να ζήσουν σε μια χώρα όπου ανθρωποειδή παρκάρουν μπροστά σε ράμπες «επειδή βιάζονται» κι όταν απαίδευτοι πολιτευτές, που για λίγα πράγματα έχουν δώσει ψυχή στη ζωή τους, αποφασίζουν πως οι επενδύσεις για τη διευκόλυνση της ζωής των ατόμων με αναπηρίες πρέπει να θεωρούνται πολυτέλεια κι όχι ανάγκη;

Ο πρωταθλητισμός εν γένει ενσαρκώνει ανθρώπινες αξίες κι ιδανικά, όπως η ευγενής άμιλλα, η αποδοχή της διαφορετικότητας κι η αλληλεγγύη, αξίες που θα έπρεπε να διδάσκονται σε σχολικές αίθουσες κι όχι να είναι απλά λεξικολογικά λήμματα· κι αν ο πρωταθλητισμός θεωρητικά βασίζεται σε αυτά τα θεμέλια, οι Παραολυμπιακοί αγώνες ίσως ήρθε η ώρα να πάρουν τη θέση που τους αξίζει στις απανταχού συνειδήσεις ως το υπέρτατο σύμβολο της δύναμης που κρύβει η ανθρώπινη υπόσταση.

Οι άνθρωποι αυτοί δίνουν την ψυχή τους, όχι για να ακούσουν στείρα «μπράβο» ούτε για να πείσουν κανέναν για το αυτονόητο, πως είναι δηλαδή ισάξια μέλη της κοινωνίας. Επέλεξαν να μην καθοριστούν απ’ την αναπηρία τους, αλλά να υπογραμμίσουν πως αυτή είναι τραγωδία μόνο όταν έχει να κάνει με τη νοοτροπία μας απέναντί της.

Επειδή κανένας άνθρωπος δεν είναι η «πληγή» του· ο καθένας είναι το όνομά του, η προσωπικότητά του, η ιστορία του και το γεγονός πως οι συγκεκριμένοι άνθρωποι κατάφεραν όχι μόνο να αγκαλιάσουν τον εαυτό τους μα να τον εξελίξουν είναι μέρος μιας μάχης που καλούνται να δίνουν καθημερινά.

Δεν επιδιώκουν να χρυσώσουν το χάπι της ευαίσθητης ανθρώπινης συνείδησης ούτε είναι εύκολο γι’ αυτούς να εφευρίσκουν διαρκώς τρόπους εκεί που οι υπόλοιποι βλέπουν εμπόδια. Πονάνε, κουράζονται κι απελπίζονται, όπως όλοι, μα ακόμα κι αν το σώμα τους κάποιες φορές είναι αδύναμο, η ψυχή τους επιλέγει να πετάει με τα δικά της φτερά πάνω απ’ την όποια αδυναμία τους.

Ξέρουν να κυνηγάνε όνειρα κι εκεί έξω υπάρχουν πολλοί ακόμα. Γνώρισέ τους, άκουσέ τους, κάνε μαζί τους αγώνα για όλα αυτά που εσφαλμένα θεωρείς δεδομένα: το ανθρώπινο δικαίωμά στην ανεξαρτησία, την ασφάλεια, την ποιότητα ζωής και τις ίσες ευκαιρίες.

 

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη