Είναι, που λες, μερικοί άνθρωποι περίεργοι κι είναι περίεργοι επειδή κάνουν κάτι πολύ κακό, όχι σ’ αυτούς που αγαπάνε, ούτε στον περίγυρό τους, μα στην ίδια τους την ψυχή. Έχουν όνειρα, στόχους ζωής κι από μέσα τους αναβλύζει αγάπη που τσακίζει κόκαλα, αγάπη όμως που ‘μαθαν να κρύβουν καλά. Όλα έμαθαν να τα κρύβουν, για να παρουσιάζονται στον κόσμο ατσαλάκωτοι κι άτρωτοι.

Γελάνε, καμαρώνουν για την υπεροχή τους, επιδεικνύουν τη δύναμή τους και περιφέρουν το τσαγανό τους εδώ κι εκεί. Μοιάζουν γενναίοι, όμως δεν είναι. Απλώς έχουν πολύ γερά ψυχικά φρένα και μια αξεπέραστη ικανότητα ν’ αποφεύγουν οποιαδήποτε επαφή με τα ηλεκτροφόρα καλώδια της πραγματικότητας. Θ’ απορήσεις με την ικανότητά τους ν’ αδιαφορούν για πράγματα που τους πονάνε κι ίσως θαυμάσεις την ικανότητά τους να γκρεμίζουν όνειρα, πριν γκρεμιστούν οι ίδιοι απ’ αυτά.

Ίσως είναι δειλοί, ίσως δεν αντέχουν άλλη απογοήτευση, ίσως απλά ξέρουν. Όπως και να ‘χει, προτιμούν να ζουν με τα φαντάσματά τους, με τις στάχτες και τα συντρίμμια που οι ίδιοι δημιούργησαν, επιβεβαιώνοντας κάθε τους αυτοεκπληρούμενη προφητεία κι αδιαφορώντας για το κακό που επιφέρουν στην ίδια τους τη ζωή. Κι αν κάτι πάει να τους πονέσει, τσακ, το χώνουν κάτω από ένα νοερό χαλί και δεν του δίνουν σημασία, μέχρι να το ξεχάσουν κι οι ίδιοι. Συνεχίζουν να ζούνε κανονικά, μέχρι ν’ αντιληφθούν κάποια νέα απειλή στο περιβάλλον τους. Ξανά κάτω απ’ το χαλί η απειλή. Δεν είναι να παίζουνε μ’ αυτά τα πράγματα.

Το ίδιο κάνουν και με τους φόβους τους, τις αδυναμίες τους και κάθε έντονο συναίσθημα που απειλεί την ψυχική τους νηνεμία. Σωστά μάντεψες, όλα κάτω απ’ το χαλί. Ο κόσμος συνεχίζει να βλέπει τους απόμακρους κι ανεπηρέαστους αυτούς υπερήρωες ν’ απολαμβάνουν βίο ανέφελο κι οι ίδιοι οι ήρωες έχουν τόσο επενδύσει στο ψέμα τους, που σχεδόν ξεχνούν το χαλί που λίγο θέλει για να πιάσει ταβάνι μ’ όλη αυτήν την ψυχολογική σαβούρα που ‘χει σκεπάσει.

Περνάνε τα χρόνια και το χαλί εκεί, να καλύπτει την τσαπατσουλιά τους. Πού και πού οι ήρωες σκέφτονται το χάος που επικρατεί εκεί κάτω και τους πιάνει πανικός. Όμως αντί να σκουπίσουν μπας κι ησυχάσουν, επιλέγουν να παραχώσουν από κάτω του και τον ίδιο τους τον πανικό. «Αρκεί να μην το μάθει ο κόσμος» μονολογούν κι έχουν δίκιο, επειδή ό,τι δηλώσεις είσαι κι επειδή δεν είναι της μόδας οι αδύναμοι. Κι όταν νιώθουν τα μέσα τους έτοιμα να εκραγούν, πατάνε πάνω στο χαλί μ’ ακόμη περισσότερη μανία, για να παραμείνουν ασφαλείς. Ίσως αυτή η πίεση να μην τους αφήνει να κοιμηθούν καλά, δεν έχει σημασία όμως, τουλάχιστον το ζόρι τους το ξέρουν μόνο αυτοί. 

Και κάποια μέρα των ημερών μπουκάρει στο σπίτι ένας περίεργος άνθρωπος, από ‘κείνους τους ενοχλητικούς, με τις αδυναμίες και τα πάθη, που το μόνο που ξέρουν είναι να δημιουργούν σαματά. Οι ίδιοι ονομάζουν αυτήν την ανακατωσούρα ζωή, μα οι υπερήρωες το λένε «πολύ κακό για το τίποτα». Και ψυχανεμίζονται, που λες, οι ενοχλητικοί πως πίσω απ’ τον άνθρωπο υπερήρωα κάτι δεν πάει καλά. Δεν έχει σημασία αν είναι φίλοι, έρωτες ή οικογένεια. Σημασία έχει πως πατώντας πάνω στο χαλί, ακούνε μικρά κομμάτια γυαλιού να σπάνε και σανίδια να τρίζουν.

Αναπόφευκτα, αντιλαμβάνονται πως κάτι δεν πάει καλά κι αρχίζουν να ψάχνουν και να ρωτάνε. Κι όσο δεν παίρνουν απαντήσεις, τόσο περισσότερο παθιάζονται. Θα το τινάξει το χαλί ένας τέτοιος άνθρωπος, θέλοντας και μη. Θα φτάσει η αποφράδα στιγμή που θα ‘ρθει αντιμέτωπος με τον χαμό. Θα ξαφνιαστεί, θα τρομάξει, θ’ ανακουφιστεί. Μ’ αυτήν τη σειρά. Περίμενε ίσως να δει πτώμα και βλέπει ψίχουλα, γυαλάκια και μπάλες σκόνης. Ο μεγαλύτερος φόβος των υπερηρώων απέκτησε σάρκα και οστά. Τι λύσεις έχουν, τώρα που «ο κόσμος ξέρει»; 

Αν είναι αδύναμοι, θα βρίσουν αυτόν που καταπάτησε την ελευθερία τους να ‘ναι αιχμάλωτοι, θα του φωνάξουν, θα προσπαθήσουν να επιβληθούν στον αδιάκριτο εισβολέα και στο τέλος θα φύγουν. Γιατί αυτό κάνουν οι αδύναμοι, φεύγουν. Αφού πρώτα κλειδώσουν την πόρτα του σπιτιού τους μ’ ακόμα ασφαλέστερες κλειδαριές. Για να μην τολμήσει κανένας άλλος ενοχλητικός να παραβιάσει την εικόνα τους, που με τόσο κόπο έχτισαν. Δε δουλεύανε τόσα χρόνια τζάμπα, για να τινάξουν το χαμό στον αέρα μερικά μποφοράκια.

Αν είναι δυνατοί, θα δεχτούν την πραγματικότητα. Κάποιος νοιάστηκε να δει αυτά που δε φαίνονταν, κάποιος θέλησε να τους βοηθήσει να βάλουν επιτέλους μια τάξη εκεί κάτω. Να βρούνε πράγματα που νόμιζαν πως έχασαν και να συνειδητοποιήσουν πως ό,τι δε βρίσκεται στ’ οπτικό τους πεδίο δε σημαίνει απαραίτητα πως σταματάει να υπάρχει. Και θα νιώσουν ανακούφιση, γιατί δε θα χρειαστεί να κάνουν τόση δουλειά μόνοι τους. Θα την κάνουν μαζί με κάποιον που νοιάζεται.

Τινάξτε τα χαλιά σας, έπιασε άνοιξη.

 

Επιμέλεια Κειμένου Φρόσως Μαγκαφοπούλου: Ιωάννα Κακούρη

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου