Ένα από τα πρώτα πράγματα που διδάχτηκα στο πανεπιστήμιο, στο μάθημα της Γλωσσολογίας συγκεκριμένα, ήταν πως η κάθε λέξη έχει μία απόχρωση, ένα connotation (έτσι το λέγαμε) που μπορεί να είναι είτε θετικό, είτε αρνητικό. Για παράδειγμα, η λέξη «παράδεισος» φαντάζει από μόνη της ως κάτι ευχάριστο, ενώ στο άκουσμα και μόνο της λέξης «κατραπακιά», ακόμα κι αν υποθέσουμε πως δε γνωρίζει κανείς τι σημαίνει, σίγουρα θα καταλάβαινε πως δεν παίζει να είναι κάτι καλό.

Αλήθεια, τι σου έρχεται στο μυαλό όταν ακούς τον όρο «προστυχιά»; Το ηχόχρωμά του σίγουρα θα το περιέγραφε κανείς ως αρνητικό, η έννοιά του μοιάζει με τους έννοιες «χυδαιότητα», «ανηθικότητα», «αγένεια» ή «κατωτερότητα» και γενικότερα η λέξη φαντάζει σκανδαλιστική και μόνο στο άκουσμά της.

Πρόστυχο για έναν άνθρωπο μπορεί να είναι ένα άγγιγμα, μια χειρονομία παραβιαστικής οικειότητας που είτε δόθηκε σε κάποιον σε στιλ «τραβάτε με κι ας κλαίω», είτε είναι προϊόν καθαρής αυθάδειας κι αυθαιρεσίας. Για άλλους, πρόστυχο μπορεί να είναι ένα ρούχο, κάποιο ένδυμα που ίσως είναι πιο αποκαλυπτικό από όσα προστάζει ο καθωσπρεπισμός της κοινής λογικής, ένα αγενές σκίσιμο, ένα διάφανο ύφασμα, οτιδήποτε τέλος πάντων αφήνει λίγα στη φαντασία κι επιτρέπει πολλά στο μάτι.

Βέβαια, ως πρόστυχο μπορεί να περιγραφεί ακόμα κι ένα σώμα με καμπύλες, μια φωτογραφία, ένας πίνακας, ένα γλυπτό, ένα βιβλίο, ένας διάλογος, ένα θεατρικό έργο κι ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο ανθρώπινος νους, μα αν τα μαζέψεις όλα αυτά στη μια πλευρά μιας νοερής τραμπάλας, τοποθετώντας στην άλλη της πλευρά ένα πρόστυχο βλέμμα θα τα δεις να εκτινάσσονται στον αέρα από το βάρος του δεύτερου.

Επειδή αν κάτι στον κόσμο μπορεί να είναι πραγματικά κι ατόφια πρόστυχο, αυτό είναι το βλέμμα· ξέρεις, ωραία τα ρούχα και τα σώματα, αλλά αν τα μάτια ή τα μυαλά που τα συνοδεύουν είναι κενά, τότε παραμένουν ωραία μόνο για λίγο. Για ένα βράδυ, για ένα μήνα, μικρή σημασία έχει, πάντως για λίγο. Υπάρχουν βλέμματα όμως που κάνουν και το πιο μάλλινο ζιβάγκο να μοιάζει αραχνοϋφαντη δαντέλα με τον τρόπο που σε κοιτάζουν. Γι’ αυτά τα βλέμματα μιλάω.

Είναι εκείνες οι θρασύδειλες, επίμονες ματιές που δεν ντρέπονται, που καρφώνουν, που καίνε δέρματα, εκείνες που εννοούν, δεν υπονοούν απλά, που κάνουν το μυαλό σου να σταματάει με την ειλικρίνειά τους. Κι αν κολλάει το μυαλό, κολλάνε όλα, αυτό το ξέρουν όλοι. Mindfuck το λένε στο εξωτερικό, και δε νομίζω να έχει υπάρξει στην ιστορία της λεξιπλασίας πιο επιτυχημένη σύνθεση ορισμού από αυτόν.

Δεν μπορούνε όλοι να κοιτάξουνε πρόστυχα, μην μπερδεύεσαι, το βλέμμα αυτό είναι σπιρτόζικο, έχουν άλλο σχήμα τα συγκεκριμένα μάτια, οπότε ή το έχεις ή δεν το έχεις, κι αν πας να το προσποιηθείς γελοιοποιείσαι στα μέγιστα, θέλει προσοχή. Οι άνθρωποι που έχουν το χάρισμα να είναι ερωτικοί με το βλέμμα, φασκιωμένοι ακόμα και με τέσσερα στρώματα ρούχων  γεννιούνται, δε γίνονται, κι αν είσαι ένας από αυτούς πιθανότατα δεν το ξέρεις, φροντίζουν όμως να σου το λένε με την πρώτη ευκαιρία οι άλλοι. Ποιοι άλλοι; Εκείνοι που σε συναναστρέφονται ή όσοι θέλουν να σε συναναστραφούν, κυρίως όμως όλοι αυτοί που έχουν το ίδιο ταλέντο με εσένα, να κεντράρουν σε εκείνα που δεν κραυγάζουν απελπιστική διαθεσιμότητα, αλλά να εστιάζουν σε όλα αυτά που κάνουν το μέσα τους να χορεύει κλακέτες από το πουθενά.

Εύχομαι  οι όμοιοί σου να σε εντοπίσουν πριν τους βρεις εσύ.

Δεν είμαι σίγουρη αν τέτοιες χημείες γεννάνε ευτυχίες, δημιουργούν όμως σίγουρα ιστορίες για να έχεις να διηγείσαι.

 

Γράψε μας και τις δικές σου ατάκες και στείλ’ τις μας σε άρθρο ως 500 λέξεις, στο info@pillowfights.gr! 

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Φρόσω Μαγκαφοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου