Όταν μπήκε ο Δεκέμβρης, οι λάτρεις του κρύου, οι κοινώς μεταφορικά «κρυόκωλοι», χάρηκαν πολύ. Βγάλανε τα καλοκαιρινά ρούχα απ’ τις ντουλάπες, γέμισαν  τα συρτάρια και τα ράφια με κάλτσες μάλλινες, χοντρές που με δυσκολία χωράνε στα παπούτσια. Βγάλανε παπλώματα και ζεστές χουχουλιάρικες κουβέρτες και περίμεναν την πτώση της θερμοκρασίας ανυπόμονα. Και περνούσε ο Δεκέμβρης κι η απογοήτευσή τους μεγάλωνε καθώς μέρα με τη μέρα ο καιρός κι η θερμοκρασία κρατούσαν υψηλά τον πήχη. Και το τελευταίο δεκαήμερο του μήνα, σκάει η είδηση-βόμβα: «Αναμένεται κακοκαιρία». Αυτό ήταν, το πάρτι είχε ήδη ξεκινήσει.

Ο χειμώνας είναι αγαπητός από λίγους ανθρώπους και γι’ αυτό, ίσως, είναι τόσο ξεχωριστή εποχή. Για κάποιους σημαίνει κατάθλιψη και μιζέρια. Για κάποιους άλλους ηρεμία και χαρά. Υπάρχουν και οι τρίτοι βέβαια, που περιμένουν το χειμώνα για να ξεφαντώσουν σε χειμερινά θέρετρα, να ασχοληθούν με τα χειμερινά σπορ και φορέσουν τα αγαπημένα τους ζεστά ρούχα. Ο χειμώνας υποτίθεται πως είναι κρύος. Υποτίθεται πως χρειάζονται γαντάκια, σκουφάκια, χοντρά παλτό και μπότες ζεστές. Τα βράδια στο κρεβάτι ηλεκτρικές κουβέρτες και fleece πιτζάμες σε συνδυασμό με πασουμάκια με φάτσες ζώων.

Είναι η εποχή των γκρινιάρηδων. Αυτή την εποχή ή πολλαπλασιάζονται ή απλά ξεμυτίζουν όλοι μαζί. Μπορούν να εκφραστούν ελεύθερα για το κρύο χωρίς να παρεξηγηθούν. Μπορούν ανενόχλητα να δυσανασχετούν που ο κρύος αέρας σκάει με δύναμη στο πρόσωπό τους και που τα δάχτυλα των χεριών τους κοντεύουν τα σπάσουν απ’ το κρύο.

Κανείς δε θα δει κάποιον να τρέμει στο δρόμο προσπαθώντας να μπει γρήγορα στο μέτρο, και θα σκεφτεί «ή η δόνηση του κινητού του είναι πολύ δυνατή ή κάτι δεν πάει καλά με αυτόν». Όλοι είναι ελεύθεροι να κρυώνουν όσο θέλουν και να ντύνονται όσο πιο ζεστά και υπερβολικά θέλουν. Εσώρουχα, κοντομάνικο μπλουζάκι, ζιβάγκο από πάνω, κολάν και παντελόνι, δύο ζευγάρια κάλτσες, κασκόλ, μπουφάν και σκούφο στην κορυφή. Πραγματικά αν οι χιονάνθρωποι είχαν λαλιά, θα γελούσαν ασταμάτητα.

Εκεί προς τα Βόρεια της χώρας, που η κακοκαιρία είναι πιο συχνό φαινόμενο, που το χιόνι κι ο παγετός ευδοκιμούν και δεν απαρνούνται τις πόλεις εκείνες όπως απαρνούνται τα νότια της χώρας, η κατάσταση είναι πιο διασκεδαστική. Μικρά παιδιά τρέχουν να παίξουν στο χιόνι, με παγωμένα χέρια και κοκκινωπά μάγουλα από το κρύο. Τα βλέπει κανείς λίγο αργότερα, έτσι ξένοιαστα που τρέχουν, να γκρεμίζονται ένα-ένα σαν ντόμινο, περνώντας από κάποια επιφάνεια που γλιστράει. Αυτό, βέβαια, είναι το συνηθισμένο φαινόμενο. Το πιο αστείο είναι να βλέπει κανείς τους μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους να προσπαθούν να κατέβουν κατήφορους γεμάτους χιόνι και κάπου στα μισά να χορεύουν σύγχρονο προσπαθώντας να μείνουν όρθιοι. Ποιος θα μπορούσε να απεχθάνεται μια τέτοια εποχή;

Δε γίνεται ο χειμώνας να μην κρύβει κακοκαιρίες. Είναι σαν το καλοκαίρι να είναι γεμάτο μπόρες. Όλη η χαρά των χειμερινών εποχών είναι το κρύο, το χιόνι, οι άνεμοι, οι βροχές. Και επιτέλους, στην καρδιά του χειμώνα, ο καιρός αποφάσισε να τιμήσει το πρόγραμμά του.

Επιτέλους τα στρωμένα χάλια στα σπίτια, το πετρέλαιο κι οι σόμπες, τα καταχωνιασμένα χοντρά μπουφάν, οι αρβύλες κι οι γαλότσες με γούνινη επένδυση θα χρησιμοποιηθούν. Επιτέλους οι μυτούλες που κρύβονται μέσα στα κασκόλ θα είναι κόκκινες και κρυωμένες. Τα χαρτομάντιλα θα κάνουν σωρούς δίπλα απ’ τα κρεβάτια κι οι ρόμπες θα έχουν την τιμητική τους.

Καμία εποχή δεν αξίζει να χάνει την ουσία της, πόσο μάλλον ο χειμώνας. Είναι δυνατόν να υπάρχει χειμώνας χωρίς κρύο, ζεστή σοκολάτα και καφέ φίλτρου με άρωμα φουντούκι; Είναι σαν να λέει κανείς «ένα γύρο απ’ όλα με αλάδωτη πίτα». Γίνεται; Δε γίνεται.

 

Επιμέλεια Κειμένου Πένης Σίμου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Πένη Σίμου