Το 1998 κυκλοφόρησε η ταινία «Η διακριτική γοητεία των αρσενικών», που σκηνοθετήθηκε από την Όλγα Μαλέα. Η ταινία θεωρήθηκε από πολλούς ως ένα αφιέρωμα στις γυναίκες που σκοπό είχε να προβάλλει τα διαφορετικά πρότυπα γυναικών, τη γυναικεία και αδελφική αλληλεγγύη, την ανεξαρτησία. Παρ’ όλα αυτά, παρακολουθώντας την ταινία δίνεται η εντύπωση πως με τον τρόπο με τον οποίο πλασάρονται τα παραπάνω, παρουσιάζεται μια τελείως λανθασμένη, συμβατική, αναμενόμενη και καθόλου φεμινιστική προσέγγιση των προσωπικοτήτων των γυναικών που πρωταγωνιστούν αλλά και του κοινωνικού τους περίγυρου.

Αρχικά, το σενάριο μιλάει για την ερωτική ζωή τριών αδελφών, της Αιμιλίας, της Λάουρα και της Έλενας, οι οποίες συνωμοτούν ανά δυάδες για να βγάλουν από το ερωτικό αδιέξοδο την εκάστοτε αδερφή. Χωρίς να έχουμε δει ακόμη την ταινία, προϊδεαζόμαστε ήδη αρνητικά, καθώς κρίνοντας μόνο από την περιγραφή της πλοκής, μας έχει περάσει το μήνυμα πως μια γυναίκα δε δύναται να κάνει σωστές επιλογές όσον αφορά στην ερωτική της ζωή, την οποία δεν μπορεί να βάλει σε τάξη, αφού αδυνατεί να κατανοήσει τι είναι σωστό ή υγιές γι’ αυτήν και χρειάζεται τη συμβολή τρίτων για να της δείξουν το δρόμο ή/και να τη σώσουν. Στα γρήγορα λοιπόν, αντιλαμβανόμαστε πως θα δούμε άλλη μια ταινία που μας μιλά για την κλασική, συναισθηματικά εξαρτώμενη και αδύναμη γυναίκα που έχουμε συνηθίσει να πλασάρεται στην τηλεόραση.

Έπειτα ας μιλήσουμε για τη ζωή της κάθε πρωταγωνίστριας ξεχωριστά:

Η Αιμιλία, είναι η μεγαλύτερη αδερφή, η οποία εργάζεται ως επιτυχημένη επιχειρηματίας και παρουσιάζεται ως μια γυναίκα που δεν μπορεί να διατηρήσει σχέση με κανέναν άντρα, λόγω του δυναμικού του χαρακτήρα της, που είναι κι αυτό που τους τρομάζει. Είναι κολλημένη μ’ έναν συνεργάτη της, ο οποίος τη θέλει μόνο για περιστασιακό σ3ξ και κοιτάει δεξιά και αριστερά. Πριν προχωρήσουμε παρακάτω, αξίζει να σταθούμε στο γεγονός πως ως τώρα η εικόνα που έχουμε πλάσει για την Αιμιλία είναι πως ενώ εξωτερικά παρουσιάζεται ως μια δυναμική γυναίκα, τελικά είναι το ίδιο συναισθηματικά αδύναμη και ευάλωτη με όλες τις άλλες όταν πρόκειται για τις σχέσεις της με τους άντρες. Αργότερα η ίδια, γνωρίζει τον Δημήτρη, έναν γιατρό, που φαίνεται τρομερά ενοχλημένος, με την κατά τη γνώμη του επιθετική, διεκδίκηση της Αιμιλίας, στην οποία οι αδερφές της προτρέπουν να ρίξει τους τόνους και να παρουσιάσει τον εαυτό της ως «χαζή, αδύναμη και σ3ξι» για ν’ αρέσει. Τελικά, λοιπόν οι δυο τους καταλήγουν να είναι μαζί, με την πρωταγωνίστρια να έχει ενδώσει στο να μαλακώσει και να λειάνει τις άκρες τις για να προσαρμοστεί στα μέτρα του Δημήτρη, θεωρώντας τον ως πρότυπο αρσενικού με διακριτική γοητεία. Η περσόνα της Αιμιλίας λοιπόν έχει αποδομηθεί και κατακερματιστεί πλήρως, μιας και από δυναμική και ανεξάρτητη γυναίκα τελικά γίνεται έρμαιο ενός άνδρα που αλλάζει τον εαυτό της για να τον κερδίσει. Έτσι, όχι μόνο προάγεται η σκέψη ότι είναι φυσιολογική κι αναμενόμενη η αλλαγή μιας γυναίκας -ή ενός ατόμου γενικότερα- για την εύρεση συντρόφου, αλλά υποστηρίζεται ταυτόχρονα πως ο ακραίος συμβιβασμός κι οι υποχωρήσεις είναι αρμοδιότητες της γυναίκας, ώστε η σχέση να μπορέσει να προχωρήσει.

Η Λάουρα, είναι η μεσαία αδερφή, είναι γυμνάστρια και ερωτευμένη με τον Δημοσθένη, ο οποίος είναι παντρεμένος αλλά της υπόσχεται λαγούς και πετραχήλια. Εδώ, εκτός από το γεγονός ότι εκτυλίσσεται μπροστά μας ο κλασικός ρόλος της γυναίκας «αντροχωρίστρας», βλέπουμε και μια γυναίκα τρομερά αδύναμη, ευάλωτη και συναισθηματικά αιχμάλωτη σ’ έναν άντρα και μια σχέση που δεν της προσφέρουν απολύτως τίποτα και το γνωρίζει πολύ καλά. Οι αδερφές της λοιπόν, προσπαθούν να τη σπρώξουν στην αγκαλιά του Τάσου, ο οποίος είναι κολλημένος μαζί της σχεδόν σε βαθμό stalker. Οι δυο τους καταλήγουν να μοιράζονται μια βραδιά έντονου πάθους μετά από άλλον έναν χωρισμό της Λάουρα με τον Δημοσθένη. Αργότερα λοιπόν η πρωταγωνίστρια μένει έγκυος και δε γνωρίζει ποιος από τους δυο άντρες είναι ο πατέρας του παιδιού της, αλλά καταλήγει να παντρεύεται τον Τάσο, ο οποίος της λέει πως δεν τον ενδιαφέρει ποιανού είναι το παιδί. Η Λάουρα δε φαίνεται ερωτευμένη ωστόσο κι εμείς παρακολουθούμε ακόμα ένα σενάριο στο οποίο μια γυναίκα νιώθει μεγαλύτερη ασφάλεια στην αγκαλιά ενός άντρα και προτιμά την οικογενειακή ζωή και θαλπωρή, την προστασία ενός αρσενικού για αυτήν και το παιδί της και κατασταλάζει σε μια συμβατική πραγματικότητα, από το να κάνει μόνη της τη ζωή της όπως θέλει κι ονειρεύεται.

Η Έλενα είναι η μικρότερη αδερφή, είναι τελειόφοιτη της αρχιτεκτονικής κι εμφανίζεται ως μια κουλ, εναλλακτική κι ελεύθερη τύπισσα που αρέσκεται στις περιστασιακές σχέσεις και διατηρεί με τον φίλο της, Τζόνι, μια σχέση τύπου “friends with benefits” που περιλαμβάνει φ3τιχιστικ@ παιχνίδια κι όργι@. Η Έλενα, ενώ το παίζει άνετη με όλα αυτά, στην ουσία είναι ερωτευμένη με τον Τζόνι και αποζητά προσοχή, ενδιαφέρον και ουσιαστική αγάπη. Γνωρίζει λοιπόν τον αστυνομικό Χρήστο, με τον οποίο καταλήγουν σε μια σχέση, στην οποία η πρωταγωνίστρια αλλάζει εξωτερική εμφάνιση και συμπεριφορά για να ικανοποιήσει τον Χρήστο. Άλλη μια φορά, που η ταινία παρουσιάζει τη γυναίκα ως κατώτερη κι υποχείριο κάποιου «μπρουτάλ» παιδιού που θα έκανε τα πάντα για την αγάπη του και θα άλλαζε όλη της τη ζωή για εκείνον, πετώντας στα σκουπίδια όλους της τους κόπους, τις ιδέες και την ίδια της την ιδιοσυγκρασία. Βέβαια, για να μη βγάλουμε την ταινία κι εντελώς σκάρτη, να πούμε πως η περίπτωση της Έλενας αν και ξεκίνησε με άδοξο τρόπο, τελικά κατέληξε σε μια εκδοχή όπου η ίδια χωρίζει με τον Χρήστο αλλά και αποκόπτει κάθε είδους σχέσεων με τον Τζόνι και ζει τη ζωή της όπως θέλει αυτή.

Συμπερασματικά λοιπόν, η ταινία δεν ήταν παρά μια ακόμα παρουσίαση της γυναίκας σύμφωνα με παρωχημένα πρότυπα του κόσμου που τη θέλει παιχνίδι στα χέρια της φaλλικής κοινωνίας, εξαρτημένη απ’ αυτά και που θα έκανε τα πάντα για λίγη προσοχή, αγάπη και αίσθημα προστασίας από ένα αρσενικό. Αν και η ταινία ήταν πολλά υποσχόμενη και θα μπορούσε μέσα από τον τρόπο που εκτυλίσσονταν τα δρώμενα να δώσει μεγαλύτερη αξία στη γυναικεία υπόσταση αλλά και να θεωρηθεί πως ήθελε να θίξει με καυστικό τρόπο τη λανθασμένη και υποβαθμισμένη ταυτότητα και υπόληψη της γυναίκας, το ίδιο το σενάριο αλλά και το τέλος της ιστορίας του κάθε χαρακτήρα δεν άφησαν κανένα περιθώριο για κάτι τέτοιο. Άλλη μια ταινία λοιπόν, ωδή στις συμβατικές σχέσεις, στις σχέσεις που οι άνθρωποι συνάπτουν για να καλύψουν συναισθηματικά, ψυχολογικά ή βιολογικά κενά, σε σχέσεις καταπιεστικές στις οποίες «οι γυναίκες δεν μπορούν να αντισταθούν».

 

Πηγή Φωτογραφίας

Συντάκτης: Μαρία Κουτσουρά