«Πάλι όλοι μαζί θα μαζευτούμε μάνα; Βαριέμαι, δεν έρχομαι». «Έλα παιδάκι μου, θα ‘ναι και τα ξαδέρφια σου εκεί, δε θα ‘σαι μόνος, θα δεις και πώς μεγάλωσε το μωρό. Κάν’ το για τη γιαγιά, ξέρεις πόσο θα στενοχωρηθεί αν δεν έρθεις. Όλοι θα ρωτάνε πού είσαι, έλα, ντύσου σιγά-σιγά». 

Οικογενειακά τραπέζια. Το καθένα και μια δική του ιστορία. Οι ίδιες ερωτήσεις προς τα ίδια πρόσωπα και οι αναμενόμενες απαντήσεις. Στον ξάδελφο πότε θα το πάρει το κορίτσι, στην ανιψιά πότε θα κάνει δεύτερο παιδί, σε σένα πόσα μαθήματα χρωστάς και στη μικρή αν της αρέσει το σχολείο. Αρχικά σε ποιο παιδάκι αρέσει το σχολείο, έπειτα ας χρωστάω όσα θέλω, είναι απλώς αριθμοί και δε σημαίνουν τίποτα. Ο ξάδελφος για να μην το παίρνει το κορίτσι θα ‘χει τους λόγους του κι επιτέλους είναι πολύ αδιάκριτη ερώτηση πότε θα κάνει ένα ζευγάρι δεύτερο παιδί. Ώρες-ώρες δεν καταλαβαίνω πώς σκέφτονται αυτοί οι μεγάλοι.

Μόλις τελειώσουν αυτές οι βασικές ερωτήσεις, περνάμε στην επόμενη φάση οπότε και ξεκινάει η πολιτική επικαιρότητα. Εδώ με την επέμβαση των πιο ψύχραιμων αποφεύγονται μαλλιοτραβήγματα, εκτόξευση πιάτων και δυνατό κλείσιμο πόρτας. Ανεβαίνουν οι τόνοι και συνήθως είναι αρκετά βαρετό θέμα, αφού ο καθένας έχει τη δική του αμετακίνητη σταθερή θέση όσα χρόνια κι αν περάσουν. Λες και η εποχή δεν αλλάζει, δεν εξελίσσεται και τα γεγονότα παραμένουν ίδια. Εδώ βαριέσαι φρικτά και ξέρεις σχεδόν απ’ έξω τους διαλόγους. Δεν πειράζει όμως, γιατί βρίσκεις ευκαιρία να φας λίγο παραπάνω από την αγαπημένη κοτόσουπα της γιαγιάς όσο οι άλλοι χαζεύουν. Τουλάχιστον δεν ασχολούνται με τους μικρότερους της παρέας, κάτι είναι κι αυτό.

Συνεχίζουμε σε δεύτερο και σε τρίτο πιάτο, αφού είναι γνωστό ότι η γιαγιά βάζει κάτω τα πιο καλά εστιατόρια και τα πιο απαιτητικά μενού. Είναι δεδομένο ότι θα πάρεις τάπερ φεύγοντας και θα ‘χεις να τρως για καμιά βδομάδα, αφού πάντα θα παραπονιέται ότι δε φάγατε και δε φταίει εκείνη που μαγείρεψε πολύ και περίσσεψε το φαγητό. Όσο η γιαγιά λοιπόν σερβίρει ακούραστα πιάτα, φαγητά, ορεκτικά, συνοδευτικά, κυρίως και εννοείται κάθε δυνατή παραλλαγή γι’ αυτούς που έχουν συγκεκριμένες προτιμήσεις, εσύ ήδη κανονίζεις με τον μεγάλο αδελφό πότε θα το σκάσετε απ’ τη σεμνή τελετή και θα ξεφύγετε απ’ τα μικρά που θέλουν να παίξετε λίγο ακόμη. Βλέπουν το σώμα σου ως έναν απέραντο παιδότοπο, απαγορεύεται οι χειροτεχνίες που θα κάνεις να είναι κατώτερες από εκείνες που κάνουν στο σχολείο, θα πρέπει να έχεις απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα, εννοείται δε θα κουραστείς καθόλου και θα πρέπει να τα αφήνεις να κερδίζουν κιόλας. Τι εννοείς είναι έξι χρονών; Αφού έχασε!

Απολαμβάνεις τον χρόνο μαζί τους, αλλά η δημιουργική σου απασχόληση δεν αντέχει περισσότερο. Τώρα πια έχεις σκάσει και απ’ το φαί κι ελπίζεις μόνο να μην έρθει η συζήτηση σε σένα. Όταν πια φτάνει το γλυκό, όλοι χαϊδεύουν τις κοιλιές τους κι έχουν γείρει λίγο πίσω στις καρέκλες τους. Εδώ να σημειωθεί ότι στα οικογενειακά τραπέζια εκτός από έκθεση ιδεών, πραγματοποιείται και μια μικρή έκθεση επίπλων, αφού γύρω από το τραπέζι στρογγυλοκάθονται κάθε λογής καρέκλες-σκαμπό και οπουδήποτε αλλού μπορεί να κάτσει ένας άνθρωπος για να φάει. Αναρωτιέσαι από πού βγάζει η γιαγιά τόσα καθίσματα, τόσα φαγητά και τόση ενέργεια. Συνήθως η ίδια δεν προλαβαίνει να φάει, μοιάζει να χορταίνει που μας φροντίζει και μας έχει κοντά της. Θα την πειράξει λίγο ο παππούς, ενώ της κλείνει το μάτι παιχνιδιάρικα κι εκείνη θα πάρει από το πιάτο του όλα τα λιπαρά που έβαλε κρυφά. Στο τέλος κλασικά θα τσακωθούν για το ποιος θα πλύνει τα πιάτα, ακόμα κι αν το σπίτι διαθέτει πλυντήριο, αφού είναι κάτι σαν έθιμο. Τα μωρά επιτέλους θα νυστάξουν κι εσύ θα τους κοιτάξεις όλους, ενώ θ’ αναρωτιέσαι πόσο διαφορετικοί είστε μεταξύ σας. Κι όμως ό,τι κι αν σας χωρίζει αυτό το τραπέζι καταφέρνει πάντα να σας ενώνει όλους. Σε κάποιους έχεις λίγη παραπάνω αδυναμία, άλλους απλώς τους συνήθισες. Δε θα τους άλλαζες με τίποτα, αλλά τώρα θες να πας σπίτι σου.

Όταν όμως μείνεις μόνος και είσαι αρκετά μακριά, σού λείπουν αυτές οι οικογενειακές συγκεντρώσεις. Τις αποζητάς, σχεδόν τις λαχταράς, πρώτα το σπιτικό φαγητό και μετά ακόμα και τους καβγάδες. Είναι ωραίο να ζεις μόνος, να έχεις την ησυχία σου και το δικό σου πρόγραμμα, να τρως όπως θες, όπου θες και ό,τι θες. Να κοιτάς τηλεόραση ή το κενό, ακόμα καλύτερη επιλογή και να μη μιλάς σε κανέναν. Να μη χρειάζεται να έχεις απαντήσεις και να μη γεμίζεις απορίες. Εκείνες τις ημέρες όμως, που παραδοσιακά μαζεύεστε στο σπίτι σε γιορτές, Κυριακές κι αργίες, σου λείπει η αγαπησιάρικη φασαρία, που όλοι τσακώνονται με όλους, αλλά φεύγουν στο τέλος αγκαλιά και μονιασμένοι.

Μπορεί καθημερινά να έχεις βρει τους ρυθμούς σου, όμως την Κυριακή ζητάς την ιεροτελεστία του οικογενειακού τραπεζώματος. Όλοι το χαίρονται και όσοι μπαίνουν στο σόι βρίσκουν γρήγορα τη θέση τους στην παρέα. Τα φιλιά και οι αγκαλιές προσφέρονται απλόχερα και όταν συναντιέστε, αλλά και όταν αποχωρίζεστε. Κάποια στιγμή λες «φτάνει με τα φιλιά, αγκαλιαστήκαμε πριν» και ίσως να βαριέσαι και λιγάκι. Όταν είσαι μακριά όμως, όταν ανοίγεις την πόρτα και δε σε περιμένει κανείς, ούτε καν ζεστό φαγητό στο τραπέζι, σου κακοφαίνεται. Σου στέλνουν φωτογραφίες και κάτι σε τσιμπάει μέσα σου. Τους βλέπεις από απόσταση πια και τότε αναγνωρίζεις την αξία αυτών των ημερών. Ανοίγεις το ψυγείο και σκέφτεσαι ότι μόνο η γιαγιά θα μπορούσε με τα υλικά που έχεις να μαγειρέψει κάτι, εσύ θα παραγγείλεις. Την επόμενη φορά θα προσπαθήσεις να ‘σαι κι εσύ ανάμεσα τους και σίγουρα θα το εκτιμήσεις λίγο παραπάνω.

Συντάκτης: Ελεάννα Μαυροπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.