Σε παρασύρει ο ρυθμός, το σιγοτραγουδάς. Μαθαίνεις τις λέξεις του και αναρωτιέσαι πού απευθύνονται. Δεν μπορείς να φανταστείς τι κρύβει όμως αυτή η μελαγχολική μελωδία. Οι φωτοβολίδες πάντα σε τρόμαζαν, αλλά σε ενθουσίαζαν κιόλας. Μία φωτοβολίδα κάνει το βράδυ να φωτίζεται, τα μάτια σου να λάμπουν και για λίγο σε κάνει να σωπαίνεις. Πόσο μεγάλη αξία έχουν όλα εκείνα που στη θέα τους μένεις σιωπηλός. Συνηθίζεις να κοιτάς τη λάμψη, τη στιγμή της έκρηξής της, σφίγγεις τα δόντια και κρατάς πιο σφιχτά το χέρι του αγαπημένου σου προσώπου. Νιώθεις όμως να χάνεται μέσα απ’ την αγκαλιά σου, εκείνη τη στιγμή που ήταν πιο κοντά σου από ποτέ.

Η τραγική ιστορία πίσω απ’ αυτό το τραγούδι θέλει τον Ορφέα Περίδη να χάνει τη μέλλουσα σύζυγό του, μπροστά στα μάτια του την ημέρα του γάμου τους. Εξ αιτίας μιας φωτοβολίδας. Εκείνη τη φωτοβολίδα που της έδωσε μελωδία, λόγια και φωνή. Παιδεύει τις λέξεις τόσο, όσο χρειάζεται για να συνταιριάξει την αισθητική τους. Χωρίς υπερβολές, χωρίς να προκαλεί οίκτο. Ακούμπησε το ρυθμό που σε παρασύρει ευχάριστα, προσέθεσε τις λέξεις που σε κάνουν να περιπλανιέσαι σε εικόνες και διαδρομές και ομολόγησε τη δική του ιστορία. Χωρίς όμως απώλειες και θρήνο. Αν δεν κοιτάξεις ανάμεσα στις γραμμές, δε θα καταλάβεις εύκολα σε τι αναφέρεται. Τόσο ευγενικά προσεγγίζει τις λέξεις.

Αυτός ο μελωδικός τροβαδούρος, την πρώτη φορά που είδε τον κόσμο να τραγουδάει τη δική του φωτοβολίδα, να μεταφέρεται αυτή η ιστορία πέραν από τα δικά του μάτια και χαρτιά, σε άλλα χέρια και στιγμές, δεν το πίστευε. Θεώρησε πως ήταν κόλπο των δισκογραφικών και σίγουρα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι 28 χρόνια αργότερα θα υπάρχουν άνθρωποι που θα θυμούνται την ιστορία του, με τον τρόπο που εκείνος θέλησε να τη γνωρίσουμε και να τη μεταφέρουμε με σιγουριά όσο εύθραυστη και να είναι.

Μπαίνεις στην ιστορία κι εσύ και γίνεσαι μέρος της. Κομμάτια παντού και θρύψαλα. Μουδιασμένος κοιτάζεις το θέαμα και η καρδιά σου σπάει. Δεν οφείλονται εκεί όμως τα κομμάτια της καινούριας γης. Είναι μία νέα πραγματικότητα που σε καλεί να επιβιώσεις και να τα δεις όλα διαφορετικά. Να αγαπήσεις ό, τι αλλάζει και ανατρέπεται. Να θυμάσαι εκείνα τα μάτια και να συνεχίζεις, ακόμα και αν δε βρίσκονται δίπλα σου τώρα. Το οφείλεις στη λάμψη τους. Σ΄ εκείνη που πρόλαβες να δεις τα τελευταία δευτερόλεπτα. Στα δευτερόλεπτα που η ευτυχία σου έσκασε μαζί με τη φωτοβολίδα και κομματιάστηκε.

Σε μία φωτογραφία που πρόλαβε να τραβηχτεί, λίγο πριν τη μεγάλη στιγμή, όχι εκείνη που περίμενες όμως. Πολλές φορές ανατρέπονται τα σχέδιά σου, αυτό όμως δεν το είχες φανταστεί. Ενώνεις τα κομμάτια της και τα πρόσωπα ομορφαίνουν περισσότερο. Πέρασαν χρόνια, σκέφτεσαι. Πέρασαν στιγμές που δε μοιραστήκατε μαζί κι όμως τις είχατε σχεδιάσει πολλές φορές πριν εκείνο το βράδυ. Τι ειρωνική που μπορεί να γίνει η ζωή πολλές φορές, αλλά και σκληρή όμως. Νιώθεις ότι εξάντλησε την αυστηρότητά της πάνω σου, μα θα συνεχίζεις να την αγαπάς και να την ακολουθείς.

Τα μάτια βγάζουν ακόμα φλόγες, από εκείνη τη νύχτα που έσκασε η μέχρι τότε αγαπημένη σου φωτοβολίδα. Μέχρι τότε ήταν για σένα σημάδι χαράς. Τώρα σου θυμίζει έκρηξη θυμού, οργής και πόνου. Αυτός ο πόνος που δε βρίσκει διέξοδο, που δε βρίσκει απαντήσεις, δημιουργεί ερωτήσεις μόνο και απορίες. Η σελίδα γύρισε πολύ πίσω, εκείνη την ημέρα σβήστηκαν τα πάντα. Δεν άφησες τίποτα να θυμίζει, δεν μπορούσες να το κάνεις. Παρά μόνο εκείνη τη φωτογραφία που χωρίστηκε στα δύο, που σκορπίστηκε σε κομμάτια, σαν την ευτυχία σας.

Ο καιρός όμως πέρασε και δεν ξέρω αν ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός, αλλά ξέρω ότι σου δείχνει πάντα το δρόμο. Βλέπεις με άλλα μάτια τώρα πια, άλλαξες εκείνα που είδαν να απλώνεται η θλίψη παντού. Σε μία στιγμή. Όσο χρειάζεται μια φωτοβολίδα για να σκάσει. Κράτησες τα πάντα μέχρι εκείνη την ανάσα, μέχρι που χάθηκε η ζεστασιά που κρατούσες στο χέρι σου. Έσκισες τη σελίδα κι ό,τι έγινε μετά. Δε γίνεται αλλιώς, το φως θα συνεχίζει να ρέει για εκείνους που αντέχουν να το δουν, που δεν τους έκαψε η φλόγα στο πέρασμά της. Για εκείνους που δεν έκλεισαν τα μάτια τους, ούτε στα πιο βαθιά σκοτάδια.

Πώς προχωράς όμως μετά απ’ αυτό; Το κάνεις λέξεις, το κάνεις εικόνες, συναισθήματα, περιγραφές σε φίλους, μέχρι που το ακούς να το συζητάνε άγνωστοι. Να πιάνουν στο στόμα τους τις λέξεις σου, το πένθος σου, την επόμενη μέρα. Και τότε η φωτοβολίδα σου, αλλάζει και πάλι τροχιά. Σου προκαλεί ξανά ένα ρίγος, αλλά αυτήν τη φορά διαφορετικό. Λιγάκι πιο ευχάριστο. Παίρνει λίγη απ’ τη θλίψη σου και τώρα ξέρεις πως ένωσες σωστά τα κομματάκια. Ξέρεις πως τα μάτια σου τώρα βλέπουν πιο καθαρά, έχουν λίγο απ’ εκείνα τα μάτια και όλη την αγάπη που έφεραν μαζί, αυτό που σου έλειπε.

Συντάκτης: Ελεάννα Μαυροπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου