Η ειλικρίνεια στις ανθρώπινες σχέσεις είναι σαν την έκλειψη ηλίου. Σπάνια υπάρχει και λίγοι τη βλέπουν. Η ειλικρίνεια επίσης μπορεί να σκοτώσει, γι’ αυτό αλίμονο κι αν κανείς διάλεγε τέτοιο θάνατο για τον εαυτό του.

Τέλος, μπορεί να είναι κι ουτοπική. Νομίζεις πως υπήρξες άρτιος και καίριος απέναντι σε κάθε μία ξεχωριστά μοναδική σου σχέση μα φυσικά γνωρίζεις πως αυτό πρόκειται περί πλάνης, αν αναλογιστείς πόσες φορές αναγκάστηκες ή απλά προτίμησες να κρυφτείς πίσω από φτηνές δικαιολογίες κι άνανδρες σιωπές.

Σιωπές τύπου «δεν είδα, δεν ξέρω, ίσως ξέρω μα δε σου λέω κι αν ξέρω δεν πρόκειται ποτέ να σου πω» που περιπλέκουν και καταστρέφουν τις ανθρώπινες σχέσεις με την ίδια ταχύτητα όπως το κέρατο τον έρωτα.

Τώρα αν με ρωτάς, θα σου πω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερο κέρατο απ’ το ίδιο το ψέμα. Η μια και μόνο ιδέα πως αγνοείς κάτι που ο υπόλοιπος περίγυρός σου γνωρίζει κι ας απαρτίζεται από ένα μονάχα άτομο. Χειρότερο από το ψέμα είναι η σιωπή.

Στην περίπτωση που αυτά τα δύο, δηλαδή το ψέμα κι η σιωπή, προέρχονται απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό, τότε απλά ανήκεις κι εσύ σ’ εκείνο το ποσοστό των ανθρώπων που επιβεβαιώνει καθημερινώς κι αδιαλείπτως τη μάταιή του φύση.

Ένας απ’ τους βασικότερους λόγους που η ανθρωπότητα βγαίνει απ’ την πρώτη κιόλας μέρα της παράδοσής της, χαλασμένη και προβληματική είναι γιατί είναι γεμάτη από ανθρώπους που την υπηρετούν δειλά και συνήθως η ιστορία πάει ως εξής: Γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, μαθαίνουμε να συμβιώνουμε και να μοιραζόμαστε· επιθυμίες, σκέψεις, διαφορές, ό,τι του περισσεύει του καθενός.

Έπειτα, βαδίζουμε στη ζωή με βήμα χαρωπό και περίσσεια εμπιστοσύνη, ανοιγόμαστε διάπλατα και κάπου στην πορεία –ένας Θεός ξέρει γιατί– μπερδευόμαστε και φτάνουμε πάλι να κλεινόμαστε στους τέσσερις μικρούς, βολικούς μας τοίχους.

Ύστερα χτίζουμε σχέσεις, εμπιστευόμαστε. Νομίζουμε αυτές θα λύσουν τον άλυτο προβληματισμό μας κι ακριβώς εδώ ξεκινάει ένα άλλο δεύτερο πρόβλημα. Τελικώς, καταλήγουμε να κρύβουμε και να κρυβόμαστε, να ξεχνάμε από ανάγκη ή συμβιβασμό και να φοβόμαστε –όπως ο διάολος τη φοβέρα– την αλήθεια.

Το ναι γίνεται όχι, το όχι γίνεται ναι, τα θέλω και τα πρέπει αντιστρέφονται και κάπως έτσι αυτοκαταδικαζόμαστε σε ισόβια ποινή θλίψης και μιζέριας.  Το λυπηρό σ’ αυτήν την υπόθεση είναι ότι τις περισσότερες φορές μένουμε με την εντύπωση πως διαπράττουμε μια πράξη ύψιστου ηρωισμού κι ανδρείας ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για πλήρη εξαθλίωση και δειλία.

«Όχι», θα πεις και θα το χτυπήσεις ύστερα από χρόνια. «Εγώ για σένα δε μίλησα. Εσένα μ’ ένοιαζε να μην πληγώσω» και πάντα να υπάρχει κάποιος άλλος να σηκώνει την ευθύνη.

Κι ενώ εσύ συνεχίζεις να υπηρετείς και να επιβραβεύεις αυτό το καταστροφικό μοντέλο ψέματος και φόβου, στον υπόλοιπο ελεύθερό σου χρόνο κηρύττεις με αδιαμφισβήτητη αυτοπεποίθηση και σιγουριά τη σημασία της ειλικρίνειας και του θάρρους.

Έτσι λοιπόν, κάπου εδώ διερωτώμαι· από πότε αρχίσαμε να φοβόμαστε; Κι από πότε έγινε η ειλικρίνεια τρομοκρατία; Από πότε ντραπήκαμε, από πότε κρυφτήκαμε κι από ποιον; Είναι κι αυτές από εκείνες τις ερωτήσεις που αφουγκράζεσαι με βλέμμα αμήχανο και κατεβασμένο κι ένα ύφος προβληματισμένο και σκεπτικό, σαν να ξέρεις πως έφταιξες κι εσύ.

Και ναι, θα μου πεις. Όλα τα ξέρουμε, μας τα ‘χουν ξαναπεί. Κι αν όλα τα ξέρουμε κι όλα μας τα ‘χουν ξαναπεί, τότε πάλι μου μένει μια ερώτηση. Γιατί συνεχίζουμε να κάνουμε ακόμη τα ίδια λάθη; Στα πόσα σταματάς και στα πόσα καίγεσαι;

Καήκαμε από λόγια ανείπωτα, λέξεις που προσπεράστηκαν, επιθυμίες που διαγράφτηκαν, θυμούς που ανακυκλώθηκαν. Για κάτι τέτοια πονάμε. Και τελικά, το αναρωτήθηκες ποτέ; Αξίζει; Όχι, θα πεις πάλι. Δεν αξίζει.

Μα βέβαια σε κάθε τέτοιο συμπέρασμα θα υπάρχει πάντα κι ένα άλλο, παλιό και ξεπερασμένο. Είναι δύσκολη γλώσσα το ξεκάθαρα και τη μιλούν τόσο λίγοι.

 

Επιμέλεια Κειμένου Αναστασίας Θεοφανίδου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου