Δύο μήνες, κάτι εικοσιτετράωρα και μερικά ψιλά αμέτρητα που το ξενοίκιασα το σπίτι. Στις κούτες που του άφησα έβαλα τα παλιά, καλά ρούχα μου, προσεκτικά τις τακτοποίησα όλες μας τις φωτογραφίες, στο πλάι τ’ αναμνηστικά που μου ‘φερνες και τέλος, εσένα όλο.

Πήρα ταινία καλή, τις σφράγισα όλες πέρα για πέρα, μην τύχει πάλι και μου φύγεις και δεθώ. Εκεί σ’ έχω ακίνδυνο, ακριβώς στα μέτρα τα δικά μου και το πρόβλημα το ‘χω, θα ‘λεγα, μπαλώσει.

Τις σέρνω όλες στην άκρη. Βαριές όσο το βάρος που μου άφησες. Τώρα δε μου πιάνεις χώρο. Ρίχνω πάνω ένα σεντόνι. Να μη φαίνεσαι, δε θέλω. Θέλω να μπορώ να σε παρατηρώ και ταυτοχρόνως, να ξεχνάω.

Τις κρατώ κλειστές και τις ανεβάζω στο πατάρι και μια μέρα θα μου λείψεις κι ατσούμπαλα θα τις διαλύσω. Και τσάμπα οι ταινίες, τσάμπα το συμμάζεμα, τσάμπα κι ο κόπος. Θα βάλω τις φωτογραφίες μας τη μία διπλά στην άλλη, τ’ αναμνηστικά όλα στο ράφι πάνω απ’ το κρεβάτι και θα σου αφήσω χώρο.

Θα φορέσω τα καλά τα ρούχα μου, θα φτιάξω τα μαλλιά μου και θα σε περιμένω να ‘ρθεις. Δε θα ‘ρθεις. Κι εκεί θα με πιάσει το παράπονο, που έτσι απότομα μου το ‘κοψες το νήμα κι ούτε κλωστή δε μ’ άφησες να πιάσω.

Αργότερα θα κατέβω μια βόλτα στην Αθήνα. Ξέρω πού θα σε βρω μα δε θα σε ψάξω επί τούτου. Θα παραγγείλω μόνο ένα ποτό. Θα κάτσω στην μπάρα με τον ίδιο τρόπο, όπως το πρώτο βράδυ που μ’ ενόχλησες. Μετά από ώρα, θα πιάσω το κινητό μου και θα θελήσω να σου στείλω. Δε θα το κάνω.

Κι εκεί είναι που θα περιμένω να με βρεις και να τελειώσουμε όσα αφήσαμε στη μέση. Να μπεις στο μαγαζί, να ‘ρθεις να μ’ ενοχλήσεις, να με πάρεις απ’ το χέρι και να φύγουμε μαζί. Στο δρόμο ν’ αφήσεις τα παράθυρα ανοιχτά όπως ξέρεις πως μ’ αρέσει κι άσε καλύτερα να μη μιλάμε.

Να κάνουμε μια στάση ίσα-ίσα για να κοιταχτούμε και μετά να τρέξουμε να κλειδωθούμε σαν ερωτευμένα δεκαοχτάχρονα στο σπίτι. Θέλω να μου πεις τα νέα σου. Πώς είσαι και τι κάνεις. Η δουλειά; Βγαίνεις; Πες μου για τους φίλους σου. Έχω να τους δω καιρό και μόνο από τρίτους, τέταρτους μαθαίνω νέα τους. Δεν τα ‘θελα έτσι. Πες μου τα κουτσομπολιά της γειτονιάς, τι κάνει η μητέρα κι ο πατέρας σου κι αν τσακώνεσαι ακόμα με τ’ αδέρφια σου.

Εγώ θα ξεκινήσω με τη δουλειά, γιατί το ξέρεις πως έρχεται πάντα πρώτη. Μετά θα σου πω πόσο μου λείπεις και πώς καταπιέστηκα τόσο καιρό να μη σου στείλω λέξη. Θα μου πεις πως έρχεσαι πάντα δεύτερος. Φαίνεται απ’ την προτεραιότητα στα σημεία αναφοράς μου.

Τα προσωπικά, τίποτα σπουδαίο. Περιμένω ακόμη κάποιον να σ’ αντικαταστήσει. Έρχονται πολλοί. Υστερούν και τους διώχνω. Μετά σε μελετάω. Έπρεπε να ‘χες μείνει. Δεν έμεινες και για το καλό μου δικαιολογώ την απουσία σου ανέκαθεν.

Κάθομαι, διαβάζω παλιά μηνύματά σου κι υπολογίζω πως με θες ακόμα. Φταίω εγώ που είμαι απόμακρη και κρατάω στάση τυπική. Ηλίθιες άμυνες. Σου λέω αυτά και κοιτώ φωτογραφίες σου. Είμαι σίγουρη, ομόρφυνες.

Έλα και θα τη βρω την άκρη να το πιάσουμε από εκεί ακριβώς που το αφήσαμε. Ίδια σκηνή, με άλλη ατάκα και με ίδια αφετηρία. Μετά αντί να φύγεις, έλα και πιάσε με, βγάλε με έξω και πάμε μία βόλτα. Έχω μια αίσθηση πως θέλω να δω Ακρόπολη.

Βγάλε με έξω, δωσ’ μου μία ώρα κι ύστερα κάνεις ό,τι θες. Μόνο έτσι άτσαλα, ας μη χαθούμε πάλι. Αν το θες, θα περιμένω. Στο ίδιο μέρος, κάπου τα μεσάνυχτα.

Η παντοτινή και μόνιμα δική σου.

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη