Πρώτη του μήνα σήμερα και γιορτάζεις. Τρία μηνύματα σου ‘χω στείλει απ’ το πρωί. Σε κανένα δεν απάντησες. Πέρσι τουλάχιστον, αν και φρέσκο το τραύμα, απαντούσες. Ας είναι. Φταίω εγώ, εξ’ αρχής, που σου έστειλα. Δεν έπρεπε. Μα προχθές σε είδα που με κοίταξες και κάπως χαμογέλασες και λέω «Πάνε οι ψυχρότητες. Πέρασαν». Γράψε λάθος.

Πώς γίναμε έτσι, μου λες; Εμείς τα ‘χαμε συμφωνημένα να μείνουμε μαζί κι όχι χώρια. Αυτά εδώ που μ’ άφησες, αν δεν τ’ ακουμπάς εσύ, δεν τα θέλω. Θα τα πετάξω όλα. Ή αυτό ή θα στα επιστρέψω.

Να σου στέλνω ένα «Χρόνια πολλά», τυπικό και σκέτο, μία φορά το χρόνο. Εκεί φτάσαμε; Να με βλέπεις στο δρόμο και να συνεχίζεις ευθεία, λες κι είσαι ένας απ’ τους πολλούς. Εκεί, στ’ αλήθεια, σου θυμώνω, γιατί –κι αν κάτι έγινε– αυτό δεν το σηκώνω.

Να μου απαντάς ένα «Ευχαριστώ» και να ‘ναι αυτή όλη κι όλη η κουβέντα μας. Τίποτα άλλο. Ούτε τι κάνεις ούτε πώς είσαι. Καλά θα είσαι. Αν δεν ήσουν, θα ‘χες μια κάποια ανάγκη να κοιτάξεις. Αλλά δεν κοίταξες.

Να σκέφτομαι να προχωρήσω τη ζωή μου και να φύγω εγώ από σένα. Ναι, εκεί φτάσαμε. Δε σου λέω πως το θέλω μα κάποια μέρα θα το κάνω. Εσύ; Εσύ, φαντάζομαι, το έχεις ήδη κάνει.

Τους δίσκους που σου έφερνα τους κρατάς ακόμα; Να μου πεις, γιατί έχει σημασία. Εγώ τα πάντα έχω κρατήσει. Ακόμα και το χαρτάκι που άτσαλα μου έγραψες το τηλέφωνό σου. Απ’ αυτό ξεκινάω πάντα και σκέφτομαι την κατάληξή μας.

Στο στέκι σου, κάτω στο κέντρο, ποιον θα πηγαίνεις; Εγώ θέλω να πηγαίνεις εμένα. Μόνο εμένα. Με πειράζει και στεναχωριέμαι. Θα περάσει. Όλα περνάνε. Ακόμα κι εσύ ο ίδιος. Άντε, πέρνα. Τι περιμένεις;

Μα και να περάσεις, πάλι το ίδιο θ’ αναρωτιέμαι. Πώς γίναμε έτσι; Εμείς αυτά τα κοροϊδεύαμε. Αλλά, βλέπεις, ό,τι κοροϊδεύεις, το λούζεσαι. Καλά το λένε. Μετά σκέφτομαι, αν αυτό πρόκειται ποτέ ν’ αλλάξει. Αν, δηλαδή, ποτέ σου θα γυρίσεις. Να κοροϊδέψουμε πάλι ό,τι περάσαμε, μαζί.

Μου φαίνεται πως ειν’ αστείο. Εμείς δεν ήμασταν ποτέ γελοίοι. Εμείς χαμηλά ποτέ δε θα πέφταμε και τώρα αναγκάζομαι ν’ αναθεωρήσω. Εμείς, απ’ ό,τι φαίνεται, δεν ήμασταν δα και τίποτα σπουδαίο.

Θα το συνηθίσω κι αυτό. Και θα μάθω να λέω κάτι διαφορετικό σε όσους με ρωτήσουν. Μα περισσότερο μ’ ενοχλεί, που δε ρωτάς τίποτα εσύ· κάτι, τ’ οτιδήποτε για μένα. Πού πήγαν τα «Εγώ δεν πρόκειται ποτέ να σε αφήσω», «Εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου» κι όλα αυτά τα «Εγώ» σου που ποτέ δεν τήρησες και γι’ αυτό να παν’ στο διάολο.

Ασ’ το. Σε χαλάει τόσο φαίνεται, που χάλασε κι εμάς. Μόνο αυτό θες και σιγά-σιγά, με απωθείς. Θα ‘φευγα και μόνη μου. Λάθος σου, λάθος μου, τι σημασία έχει; Φτάνει που ξέρω πως σαν να μην ήταν τίποτα έτρεξες να τ’ ακυρώσεις πρώτος, λες και τάχα μου βιαζόσουν.

Ασ’το. Δε φτιάχνεται το πράγμα. Χάλασε τόσο που τελικώς, παραμορφώθηκε. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Μη σε νοιάζει.

Χρόνια σου πολλά. Στα επόμενα και στα καλύτερα.

Συντάκτης: Αναστασία Θεοφανίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη