Χάρη στην εξαιρετική λειτουργία του εγκεφάλου μας, ως όντα είμαστε πολύ επιρρεπείς στο να εθιζόμαστε και να δημιουργούμε στον εαυτό μας εξαρτήσεις. Μικρή σημασία έχει το αν αυτές αφορούν κάποιο υλικό ή άυλο αγαθό, καθώς το μείζον ζήτημα είναι το κατά πόσο μπορούμε να ελέγχουμε το μυαλό μας. Θα λέγαμε πως είναι θέμα χαρακτήρα κι ίσως ιδιοσυγκρασίας, που φροντίζουμε να χτίζουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, με όλα τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε. Όταν κάτι τόσο αρνητικό αποφέρει εν τέλει κάτι θετικό, βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα οξύμωρο σχήμα.

Ως φαινόμενο, ο εθισμός στον πόνο είναι κάτι πολύ οικείο πια στο περιβάλλον μας. Παρατηρούμε ανθρώπους να τρέφουν και να τρέφονται απ’ τον ψυχικό πόνο που τους προκάλεσε κάποιο άσχημο βίωμά τους, ενώ η πρόκληση σωματικού πόνου είναι έκδηλη μέσω των φαινομένων κοινωνικής παθογένειας. Αν θέλαμε να χωρίσουμε σε κατηγορίες τα είδη του πόνου που προκαλούν κάποιοι στον εαυτό τους, θα ήταν τρεις: ο ψυχικός, ο σωματικός κι αυτός που περιλαμβάνει και τα δύο προαναφερθέντα.

Ο εθισμός στον ψυχικό πόνο προκαλείται σε κάποιον από έντονα τραυματικές ή δυσάρεστες εμπειρίες που δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει σύντομα, χωρίς να σημαίνει αυτό ότι ειλικρινά δεν μπορεί να τις ξεπεράσει. Η παραμονή του σ’ ένα καθοδικό ψυχολογικό περιβάλλον οδηγεί στο να γίνει ο πόνος το καθεστώς κάτω απ’ το οποίο συνηθίζει πλέον να ζει. Δεν πρόκειται απλώς για μια περίοδο προσπάθειας αντιμετώπισης του πόνου, αλλά την παραχώρηση άδειας να ελέγχει τα συναισθήματα παράλληλα με τις δραστηριότητές, σε βαθμό που κάποτε διαμορφώνει όλο το είναι του ατόμου. Σ’ αυτήν τη φάση, οποιαδήποτε θετική έκβαση φαίνεται πως δεν είναι πραγματική ή ότι μπορεί να προκαλέσει κάτι κακό. Είναι πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσει κάποιος ότι έχει μπει σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο δραματοποίησης και θυματοποίησης, καθώς αν επισημανθεί από κάποιον κοντινό του που το έχει εντοπίσει, η αντίδραση του ατόμου θα είναι έντονα αντιρρητική κι υποστηρικτική προς τον εαυτό του. Όταν αντιληφθεί το κακό που προκαλεί στον εαυτό του, με βοήθεια ή χωρίς, θα μπορεί σταδιακά να ελέγχει ο ίδιος τα συναισθήματά του, έως ότου το ξεπεράσει.

Όσο για τον σωματικό πόνο, είναι πολύ γνωστές οι μορφές του. Δεν αφορά στην άσκηση σωματικής βίας σε άλλους, αλλά την πρόκλησή της από το άτομο στον εαυτό του ή την επιζήτησή της από τρίτους. Ενίοτε κάποιοι μπερδεύουν τον εθισμό αυτόν με προτιμήσεις σε ιδιαίτερες προσωπικές στιγμές, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάποια σύνδεση μεταξύ τους. Τα αίτια της δημιουργίας αυτού του εθισμού εντοπίζονται στη διαπαιδαγώγηση του ανθρώπου, ο οποίος μπορεί να ένιωσε έλλειψη κάλυψης των συναισθηματικών του αναγκών και παρουσίας για τη διαμόρφωση υγιών προτύπων.

Υπάρχει η αίσθηση πως ο πόνος είναι κάτι απαραίτητο ή και ωφέλιμο, ώστε να υπάρχει στην καθημερινότητα, αφού ο άνθρωπος που έχει αυτού του είδους τον εθισμό έχει οικειοποιηθεί τη σωματική κατάσταση και το συναισθηματικό περιβάλλον που διαμορφώνει. Έτσι, η έλλειψη αυτής της μεταχείρισης προκαλεί σύγχυση στο άτομο και φυσικά είναι δύσκολο να αντιληφθεί ότι ωφελεί σε τίποτα αυτή η συμπεριφορά. Είναι εύλογο πως ο σωματικός πόνος μπορεί να προκαλέσει και τον ψυχικό, όπως και λίγο πιο σπάνια το αντίστροφο. Το να βρεθεί κάποιος σ’ αυτό το στάδιο είναι πολύ επικίνδυνο, καθώς η κατάστασή του επιδεινώνεται όλο και περισσότερο με την πάροδο του χρόνου. Η κατάληξη μπορεί να είναι ακόμη κι η αυτοχειρία.

Με μια πορεία σαν αυτή που περιγράφεται, έφτασαν ορισμένοι καλλιτέχνες να χαρακτηρίζονται «καταραμένοι», με πιο γνωστούς απ’ όλους τους ποιητές. Άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου, οι οποίοι ζούνε εκτός των κοινωνικών πλαισίων κι ενάντια σε οτιδήποτε προέρχεται απ’ αυτά. Κύρια χαρακτηριστικά τους αποτελούν οι εγκληματικές πράξεις, οι καταχρήσεις, η συναισθηματικές αστάθειες κι οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί μη συμβατικό. Στην πλειονότητά τους, οι καταραμένοι ποιητές αναγνωρίστηκαν για τα έργα στα οποία περιέγραφαν τη ζωή και τις συνθήκες της μέσα απ’ την σκοπιά ενός εγκλωβισμένου ανθρώπου, σε μια περιοριστική και ανειλικρινή κοινωνία, στην οποία δεν μπορεί να στεριώσει.

Έμπνευση γενικότερα των καλλιτεχνών είναι συνήθως τα βιώματά τους, αλλά οι «καταραμένοι» τείνουν να βλάπτουν τον εαυτό τους, ώστε να εμπνέονται περισσότερο και τα έργα τους να έχουν σπουδαιότερο αποτέλεσμα. Από κάποιο σημείο κι έπειτα, δεν υπάρχει έμπνευση χωρίς τις επιβλαβείς πράξεις κατά του εαυτού του∙ δεν μπορεί να δουλέψει χωρίς αυτές. Το αν θα απέδιδαν το ίδιο καλά σε μια υγιή κατάσταση είναι κάτι που μάλλον δε θα γίνει γνωστό, καθώς ο κύκλος που ανοίγει δεν κλείνει. Πολλοί απ’ τους καταραμένους καλλιτέχνες αναγνωρίστηκαν μετά θάνατον. Την κατάληξή τους προκάλεσαν οι ίδιοι, είτε με μακρόχρονη κακομεταχείριση του εαυτού τους είτε με ακραία πράξη αγανάκτησης ή απόγνωσης.

Εν κατακλείδι, θα αναρωτιόταν κάποιος πόσο μπορεί να στοιχίσει μια κακή συνήθεια, τα ανεξερεύνητα παιδικά τραύματα κι η ματαιοδοξία. Όποιο απ’ αυτά κι αν είναι το επίκεντρο για κάποιον άνθρωπο, ο ίδιος θα καθορίσει αν αξίζει περισσότερο η ψυχή του ή κι η ζωή του. Οι καλλιτέχνες που είχαν ως πηγή έμπνευσης τον πόνο είναι σίγουρα αξιομνημόνευτοι για κάποιους, λόγω αυτών που άφησαν πίσω τους. Ωστόσο, το νόημα βρίσκεται σ’ αυτά που αφήνουμε πίσω ή σ’ αυτά που βρίσκουμε μπροστά μας;

Συντάκτης: Ελένη Βαλαβάνη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου