Ανά μικρά ή μεγάλα χρονικά διαστήματα χρόνου, βρίσκουμε τον εαυτό μας να αναρωτιέται τι κάνουμε κάθε φορά λάθος στις ερωτικές μας σχέσεις κι αποκτούν το ίδιο άδοξο τέλος. Ανατρέχουμε στα δείγματα της συμπεριφοράς μας στη μόλις τελειωμένη σχέση και με τη δική μας λογική κι οπτική εξετάζουμε αν ήμασταν σωστοί ή εντάξει απέναντι στον τέως σύντροφό μας. Το συζητάμε με τα κοντινά μας πρόσωπα και σχεδόν πάντα η κατάληξη είναι να παραδεχόμαστε όλοι ότι η απέναντι πλευρά θα χάσει που μας έχασε. Λύσαμε το πρόβλημά μας;

Σε περίπτωση που αντιληφθήκαμε ότι η εκάστοτε σχέση μας αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα με όλες τις προηγούμενες, τα οποία δεν αντιμετωπίζονται κι οδηγούν αργά ή γρήγορα στη διάλυσή της, αρχίζουμε να υποπτευόμαστε ότι μάλλον οι ίδιοι δεν κάνουμε κάτι καλά και δεν ευθύνονται μόνο οι άνθρωποι που υπήρξαμε μαζί τους. Αρχικά, προσεγγίζουμε λανθασμένα το ζήτημα, καθώς δεν εμβαθύνουμε σ’ αυτό στο βαθμό που χρειάζεται. Το να μην ψάχνουμε την πηγή της συμπεριφοράς μας απέναντι στου άλλου ανθρώπου δε θα μας βοηθήσει ποτέ να λάβουμε τις απαντήσεις που διακαώς ψάχνουμε. Πέραν, όμως, της συμπεριφοράς μας κατά τη διάρκεια της σχέσης, τι ισχύει για την περίοδο πριν το ξεκίνημα της σχέσης; Με ποια κριτήρια επιλέξαμε τον σύντροφό μας και ποια χαρακτηριστικά του μας ελκύουν; Μας θυμίζουν κάτι όλα αυτά, που δε σχετίζονται σε τίποτα με τον ερωτισμό;

Πολλές φορές έχει υποστηριχθεί ότι διαμορφώνουμε τις σχέσεις μας, βάσει του προτύπου σχέσης που αποκτήσαμε παρακολουθώντας κι αφομοιώνοντας τη διασύνδεση των γονιών ή κηδεμόνων μας. Είναι μια αλήθεια αυτό, αλλά δεν αποτελεί κανόνα κι ούτε μπορεί να είναι η εξήγηση για το οτιδήποτε. Η ισχυρότερη επιρροή μας κατά την επιλογή συντρόφων ως ενήλικες, είναι ο δεσμός μας με τον άνθρωπο που μας φρόντιζε ως παιδιά. Στην επιστήμη της ψυχολογίας αυτή η αλληλεπίδραση αναφέρεται ως «θεωρία της προσκόλλησης» και διακρίνονται τρία είδη της.

Ο όρος αυτός αναφέρθηκε για πρώτη φορά απ’ τον Βρετανό ψυχίατρο John Bowlby, επισημαίνοντας ότι τα βρέφη έχουν ανάγκη να αναπτύσσουν έναν συναισθηματικό δεσμό με έναν ή δύο ανθρώπους, οι οποίοι θα το προφυλάσσουν απ’ τους κινδύνους. Κατά το πέρασμα του χρόνου και τη διαμόρφωση του χαρακτήρα και του συναισθηματισμού ενός παιδιού, η ποιότητα της σχέσης που έχει αναπτύξει με τον φροντιστή του καθορίζει την εικόνα που θα διαμορφώσει για τον εαυτό του, τα άτομα του περιβάλλοντός του και γενικότερα για τους ανθρώπους. Τη θεωρία αυτή εξέλιξε μετέπειτα η Αμερικανίδα ψυχολόγος Mary Ainsworth, έπειτα από σχετική έρευνα, προσδιορίζοντας τις τρεις μορφές προσκόλλησης. Αυτές χαρακτηρίζονται ως «ασφαλής», «ανασφαλής» κι «αποδιοργανωμένη» ή «αδιαφοροποίητη» κι εξαρτώνται απ’ τη στάση του κηδεμόνα απέναντι στις ανάγκες του μωρού, ο οποίος ανταποκρίνεται σ’ αυτές επαρκώς, ελλιπώς ή σχεδόν καθόλου.

Έτσι, λοιπόν, ένας φροντιστής που ανταποκρίνεται στις πρακτικές και ψυχολογικές ανάγκες του παιδιού στον δέοντα βαθμό, όντας πάντοτε διαθέσιμος για εκείνο κι αντιμετωπίζοντάς το με κατανόηση κι ευαισθησία, δημιουργεί μαζί του έναν ασφαλή δεσμό. Το παιδί αντίστοιχα αναπτύσσει μια ασφαλή προσκόλληση με τον φροντιστή του. Τα θετικά συναισθήματα που δημιουργούνται στον έναν μεταφέρονται και στον άλλον. Δεδομένων όλων αυτών, το παιδί μεγαλώνοντας νιώθει ασφάλεια κι αυτοπεποίθηση, γνωρίζοντας πως πάντα υπάρχει ένα έμπιστο κι υποστηρικτικό άτομο που θα βρεθεί δίπλα του στην πρώτη υποψία κινδύνου. Δεν αμφισβητεί ότι αξίζει την αγάπη και τη φροντίδα, ούτε πιστεύει πως χρειάζεται να κάνει κάτι για να του δοθούν αυτά ως επιβράβευση. Έχοντας αυτήν την εικόνα για τον εαυτό του, διαμορφώνει την αντίστοιχη για τον κόσμο γύρω του. Επομένως, ως ενήλικας δε θα αντιμετωπίζει ζητήματα κοινωνικοποίησης ή ελέγχου συναισθημάτων.

Αντίθετα, αν ο φροντιστής ενός παιδιού είναι λιγότερο ευαισθητοποιημένος, δοτικός και στοργικός με το παιδί, είναι άλλοτε διαθέσιμος κι άλλοτε όχι ή είναι ασταθής κι απρόβλεπτος στη συμπεριφορά του, τότε θα αναπτυχθεί μια ανασφαλής σχέση προσκόλλησης. Σ’ αυτού του είδους την προσκόλληση είναι πιθανό να αναπτυχθούν δύο τύποι δεσμού ανάμεσα στο παιδί και τον φροντιστή του.

Στον απορριπτικό ή αποφευκτικό δεσμό, ο κηδεμόνας αντιδρά με μη ανταποδοτικό τρόπο στα συναισθήματα του παιδιού και κρατά μια νευρική ή και τιμωρητική στάση απέναντί του, κάνοντάς το να νιώθει ότι επικρίνεται κι απορρίπτεται.  Εξελίσσοντας την προσωπικότητά του, αισθάνεται μεγάλο άγχος ή και φόβο πως θα απορριφθεί αντίστοιχα από τα άτομα που το περιβάλλουν, οπότε αποκρύπτει τα συναισθήματά του και μεταβάλλει συνεχώς τη συμπεριφορά του, ώστε να νιώθει αξιαγάπητο.  Παρ’ όλ’ αυτά, ως ενήλικας συνήθως επιδιώκει να λειτουργεί σχεδόν με απόλυτη πρακτική και συναισθηματική ανεξαρτησία, αποφεύγοντας τη δημιουργία στενών σχέσεων. Σαφώς, αντιμετωπίζει προβλήματα κοινωνικοποίησης και εμπιστοσύνης στους συνανθρώπους του και δε βρίσκεται σε θέση να ελέγχει τα συναισθήματά του, αλλά να καταπιέζει και να καταχωνιάζει αυτά που θεωρεί ότι τον καθιστούν ανεπιθύμητο.

Στον αγχώδη ή αμφιθυμικό δεσμό, ο κηδεμόνας δε φροντίζει με ενδιαφέρον και συνέπεια το παιδί, όντας ασταθής κι απρόβλεπτος στη συναισθηματική αλληλεπίδρασή τους. Σε πιο σπάνιες και σοβαρές περιπτώσεις, αγγίζει τα όρια του αδιάφορου ως προς την ικανοποίηση των αναγκών του παιδιού, με αποτέλεσμα αυτό να νιώθει ότι το εγκαταλείπουν. Μεγαλώνοντας, λοιπόν, το παιδί γεμίζει με αρνητικά συναισθήματα, καθίσταται παρορμητικό, αντικοινωνικό, απαιτητικό, επιθετικό, ενώ παράλληλα αισθάνεται αδύναμο. Σε αντίθεση με τον άλλον τύπο δεσμού ανασφαλούς προσκόλλησης, δεν προσαρμόζει τον χαρακτήρα του ώστε να του δώσουν αυτό που θέλει, αλλά πιέζει με ανορθόδοξους τρόπους να του το δώσουν. Ως ενήλικας αποκτά πολύ μεγάλο θέμα αυτοεκτίμησης κι αυτοπεποίθησης, διότι νιώθει ανάξιος της αγάπης οποιουδήποτε, δεν εμπιστεύεται σχεδόν ούτε τον εαυτό του και για τους γύρω του έχει διαμορφώσει την ίδια εικόνα με αυτή του φροντιστή του, δηλαδή τρομαχτικοί κι αποφευκτέοι.

Στο τρίτο και τελευταίο είδος, στην αποδιοργανωμένη ή αδιαφοροποίητη προσκόλληση, το παιδί αναπτύσσει μια πολύ κακής ποιότητας σχέση με τον φροντιστή του, όπως χαρακτηρίζεται κι η φροντίδα που λαμβάνει απ’ αυτόν. Πρόκειται στην πλειονότητα των περιπτώσεων για κακοποιητικές συμπεριφορές κάθε κατηγορίας. Όποιο κι αν είναι το θέμα του, αυτό τον εμποδίζει να αντιμετωπίσει το παιδί με την υπευθυνότητα και την αφοσίωση που χρειάζεται. Σε τέτοιου είδους καταστάσεις, κατά την ανάπτυξή του, το παιδί αισθάνεται σφοδρό φόβο μεν, καθώς δε δύναται να αναγνωρίζει πότε κι από πού θα προέλθει ο ενδεχόμενος κίνδυνος, αλλά νιώθει και την ανάγκη εγγύτητας με τον φροντιστή του. Ως ενήλικας, είναι μονίμως επιφυλακτικός, δεν αποζητά ποτέ απ’ το οικογενειακό του περιβάλλον την αγάπη και την αποδοχή, αλλά βασίζεται στο υπόλοιπο περιβάλλον του για την κάλυψη των συναισθηματικών του αναγκών. Ενώ οι άγνωστοι άνθρωποι αποτελούν σύμβολο ασφάλειας και παρηγοριάς, αποφεύγουν την προσέγγισή τους, κλείνονται στον εαυτό τους και παραμένουν στο ανθυγιεινό περιβάλλον τους. Η εικόνα που έχει για τον εαυτό του είναι υποτιμητική κι απαξιωτική, ενώ οι τρίτοι στα μάτια του μοιάζουν απειλητικοί κι επικίνδυνοι, αφού αισθάνεται ότι θα προκαλέσει το θυμό ή κάποια έκρηξή τους, χωρίς να μπορεί να προβλέψει την αντίδρασή τους στο οτιδήποτε.

Κανένας μας δεν μπορεί να έχει μνήμες από τη βρεφική ηλικία, ούτε καν ξεκάθαρες απ’ την παιδική. Οι επιστήμονες της ψυχολογίας υποστηρίζουν όμως ότι ο εγκέφαλός μας δεν ξεχνά και πως ό,τι βιώνουμε απ’ την πρώτη στιγμή της ύπαρξής μας καταγράφεται στο υποσυνείδητό μας. Έχουμε έναν συγκεκριμένο τύπο συμπεριφοράς, βάσει των βιωμάτων όλης της ζωής μας. Οι «ανεξήγητες» αντιδράσεις ή φοβίες μας σε ορισμένα ζητήματα σχετίζονται πιθανότατα με κάποια εμπειρία που δεν μπορούμε να ανακαλέσουμε. Η κάθε επιλογή μας εξαρτάται απ’ την αίσθηση ασφάλειας και σιγουριάς που θα μας προκαλέσει, είτε είναι είτε δεν είναι εν τέλει επιβλαβής.

Το σημαντικότερο κριτήριο για την επιλογή του συντρόφου μας είναι η αίσθηση οικειότητας μαζί του. Άρα, το συμπέρασμα είναι πως η ερωτική σχέση που επιδιώκουμε να αναπτύξουμε με κάποιον ταυτίζεται με τον δεσμό προσκόλλησης που είχαμε με τον άνθρωπο που μας ανέθρεψε. Ο εντοπισμός των χαρακτηριστικών του φροντιστή μας στο υποψήφιο ταίρι μας πιθανότατα είναι ο καταλυτικός παράγοντας. Γι’ αυτό, όταν παρουσιάζεται κάποιος στη ζωή μας που μπορεί να θεωρηθεί ιδανικός για εμάς, αισθανόμαστε ότι κάτι του λείπει και τον απορρίπτουμε. Εν συνεχεία, επιλέγουμε ασυνείδητα ξανά τον ίδιο τύπο ανθρώπου σε άλλο σώμα και λέμε ότι «δε μαθαίνουμε ποτέ απ’ τα λάθη μας». Σαν να νιώθουμε ασφάλεια μόνο όταν αισθανόμαστε ανασφάλεια.

Ωστόσο, ένα σχεσιακό ψυχολογικό τραύμα δεν μπορεί να προκληθεί μόνο απ’ το δεσμό προσκόλλησης, αλλά αυτός να είναι άψογος και να τραυματιστούμε από κάποια κοινωνική μας σχέση. Μπορεί να το αποκτήσαμε σε οποιαδήποτε ηλικία της ζωής μας και υπό την οποιαδήποτε συνθήκη, βιώνοντας προδοσία, απιστία ή και επιθετικότητα οπουδήποτε τύπου. Είναι πολύ σύνηθες να μιλάνε οι άνθρωποι για την ερωτική τους ζωή και να αναφέρουν ότι επέλεξαν τη μοναξιά, επειδή βίωσαν μια επώδυνη εμπειρία σχέσης. Το πιο ωφέλιμο, όμως, είναι να μιλάμε στον κατάλληλο άνθρωπο, ο οποίος θα μας καθοδηγήσει κατάλληλα και θα φτάσουμε όπου έχουμε ανάγκη. Κι ίσως έτσι τελικά να πάψουμε να κάνουμε λάθη.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Βαλαβάνη
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη