Μη, άνθρωπέ μου, μη μου φεύγεις τώρα. Τώρα που γνωριστήκαμε, τώρα που γίναμε ένα. Μη μου το κάνεις αυτό. Δεν ξέρεις πώς είναι, γιατί δεν είμαι εγώ που φεύγω, εσύ είσαι. Εσύ είσαι που κάνεις μια νέα αρχή, εσύ είσαι που ρισκάρεις αυτό που έχουμε ξεκινήσει εμείς οι δυο.

Μ’ έχεις βάλει σε σκέψεις εδώ και μέρες, μήνες. Άραγε τι να σημαίνει όλο αυτό; Άραγε τι να σημαίνει όλη αυτή η πρωτόγνωρη απόσταση που θα δημιουργηθεί τώρα μεταξύ μας, όλα τούτα τα χιλιόμετρα που θα μας χωρίζουν; Τούτες οι σκέψεις με έκαναν να ανοίξω κι άλλο τους ορίζοντές μου, να δω τα πράγματα με άλλη οπτική, να θέλω να βρω μια ισορροπία σ’ αυτές. Ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω.

Με έκαναν και να σκεφτώ πιο καθαρά, ξέρεις. Αλλά και πιο θολά ταυτόχρονα. Μια με βοηθούν να βρω μια άκρη και μια με συγχύζουν. Μια με κάνουν να θέλω να βλέπω το θέμα της «ξενιτιάς» σου θετικά και μια αρνητικά, λες και θα είναι το τέλος του κόσμου.

Μου έχουν φραπεδιάσει το μυαλό. Τη διάθεση. Τον ύπνο μου. Και ας πούμε πως με τούτες όλες τις σκέψεις καταλήγω πως δεν είναι ούτε το ένα άκρο, μα ούτε και το άλλο. Ούτε θα μου κάνει τελείως καλό το φευγιό σου αυτό, μα ούτε και τελείως κακό.

Και ας μη μιλώ μοναχά για μένα, δε θέλω να φαντάζω εγωίστρια πάλι, όπως πολύ συχνά με αποκαλείς. Ας μιλήσω και για τους δυο. Ας μπω και στη δική σου θέση, ας προσπαθήσω να δω τα πράγματα και απ’ τη δική σου πλευρά. Πώς θα ένιωθα εγώ άραγε; Βασικά πώς θα νιώσεις εσύ; Βασικά πώς θα ένιωθα εγώ εάν ήμουν εσύ; Ναι, όσο κι αν σου φαίνεται παράξενο, το έχω σκεφτεί κι αυτό, πολλές φορές μάλιστα, παρόλο που έχω αγνοήσει κάπως τη δική σου οπτική αρχικά.

Ξέρεις, δε θα διέφεραν και πολύ τα συναισθήματά μου εάν ήμουν εγώ εσύ αυτή τη στιγμή. Περίπου τα ίδια θα ένιωθα. Το όλο θέμα είναι το γεγονός πως θα χωριστούμε. Ήρθε η στιγμή που οι δρόμοι μας θα χωρίσουν για τα καλά. Θα έχεις τώρα μια πολύ διαφορετική καθημερινότητα, μια ρουτίνα αλλόκοτη απ’ εδώ, θα ζεις σε μια κοινωνία άλλη, θα κυκλοφορείς μέσα σε ένα τσούρμο ανθρώπων διαφοροποιημένο από αυτό που έχεις συνηθίσει. Τα μάτια σου θα δουν πολλά. Χαίρομαι για σένα όσον αφορά αυτό. Μα φοβάμαι για εμάς.

Όπως και να ‘χει, δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για μεμψιμοιρίες. Είμαστε αρκετά ώριμοι και οι δύο για να αντιληφθούμε πως όλο αυτό είναι μια δοκιμασία. Θα μπούμε σε μια διαδικασία να δοκιμάσουμε τους εαυτούς μας, να δοκιμάσουμε εμάς, να δοκιμάσουμε όλα αυτά που θεωρούνται σύντομα και επιφανειακά, όπως το πάθος, τον έρωτα, την έλξη. Ο καιρός που θα βρισκόμαστε σε απόσταση είναι πολύς καιρός. Δυστυχώς. Ή ευτυχώς. Πολλά θα συμβούν, πολλά θα μας επηρεάσουν και άλλα τόσα θα μας παρασύρουν.

Δεν πειράζει, όμως. Ας είναι. Αν ό,τι είναι να γίνει θα γίνει για το δικό μας καλό, τότε ας γίνει. Είμαστε άνθρωποι που έχουμε περάσει πολλά και που έχουμε ξεπεράσει ακόμα περισσότερα. Και δε θα σταματήσουμε να περνάμε, δε θα σταματήσουμε να ωριμάζουμε μέσα από αυτά, δε θα σταματήσουμε να ζούμε ουσιαστικά.

Απλώς να ξέρεις πως όλα εξαρτώνται από εμάς. Κι αν είναι να κρατήσει αυτό που έχουμε με τόσο κόπο κτίσει εμείς οι δύο, εξαρτάται κι αυτό από εμάς. Από το πόσο το θέλουμε, πόσο μας θέλουμε, πόσο πιστεύουμε πως αξίζει. Σε έβαλα και σένα σε σκέψεις. Ήσουνα που ήσουνα, τώρα σε έβαλα σε περισσότερες. Πιο βαθιές, πιο περίπλοκες, πιο βασανιστικές.

Τελικά θα ήθελα από μια άποψη να φύγεις; Ή να μη φύγεις καλύτερα για να αποφύγουμε όλα αυτά, τι λες; Πάλι αλλάζω γνώμη, πόσο δίκιο έχεις που με «κατηγορείς» και γι’ αυτό. Θέλω τόσο πολύ να βρίσκεσαι κοντά μου κάθε λεπτό, να σε νιώθω δίπλα μου, που μερικές φορές δεν ξέρω τι λέω. Με μπερδεύεις, με κάνεις να χάνω τα λογικά μου.

«Τέλος πάντων, κάνε ό, τι νομίζεις» θα σου πω όταν σε δω ξανά. «Αν πρέπει να φύγεις , τότε φύγε». Μα μια φωνή μέσα μου θα φωνάζει σπαρακτικά και σιωπηλά ταυτόχρονα «Μη με αφήνεις εδώ, καρδιά μου. Μη φεύγεις τώρα, μη φεύγεις απόψε, μη φεύγεις αύριο. Μη φεύγεις ποτέ.»

Συντάκτης: Έλενα Παπαγεωργίου
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή