

Η κατανόηση των ανθρώπων ήταν ανέκαθεν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της κοινωνίας. Αν το καλοσκεφτείτε, οι ζωές όλων μας βασίζονται στις αέναες προσπάθειές μας να καταλάβουμε τους άλλους και τον τρόπο με τον οποίο σκέφτονται, δρουν και υπάρχουν. Διαχρονικά, βέβαια, συνέβαινε αυτό.
Όσοι δεν ζούμε απομονωμένοι σε κάποιο αγρόκτημα, έχουμε παρατηρήσει ότι ο κόσμος έχει αλλάξει. Αν κοιτάξετε για λίγο γύρω σας, θα δείτε ανθρώπους, οι οποίοι, μολονότι έρχονται καθημερινά αντιμέτωποι με πλείστα προβλήματα και καλούνται να ανέβουν τον δικό τους Γολγοθά, ηδονίζονται πραγματικά – φτάνουν στα προπύλαια του οργ@σμού – όταν μιλούν για τα προβλήματα των άλλων. Σκεφτείτε λίγο τον εαυτό ή τους οικείους σας σε μία απλή, καθημερινή μέρα, όπου τα προβλήματα σκάνε σαν βόμβες πάνω απ’ τα κεφάλια σας. Κάτι στη δουλειά πήγε στραβά, τσακώθηκες με τους γονείς ή τους φίλους σου, χάλασε το αυτοκίνητο, έμεινες ταπί δυο μέρες αφού πληρώθηκες, παραιτήθηκες, απολύθηκες, χώρισες, χτύπησες, κόπηκες στις εξετάσεις, έκανες το ένα λάθος μετά το άλλο, στεναχωρήθηκες, πόνεσες, πληγώθηκες – αλλά παρ’ όλα αυτά δεν έχεις ακόμη μπουχτίσει από προβλήματα.
Μπορεί να κλαις σαν μωρό που του πήραν την πιπίλα κάθε φορά που καλείσαι να σηκώσεις τα μανίκια και να αντιμετωπίσεις τα προβλήματα που σου χτύπησαν – ακάλεστα – την πόρτα, και να λες πως δεν μπορείς άλλο, κουράστηκες και φτάνει, ως εδώ. Όμως, όταν κάποιος άλλος σου ψιθυρίσει ένα δικό του πρόβλημα, αναθαρρεύεις. Σηκώνεσαι όρθιος και δηλώνεις έτοιμος να αναλάβεις –στην καλύτερη– τη θέση του απλού ακροατή και –στη χειρότερη– εκείνη του ψυχοθεραπευτή. Ακούς με μεγάλη προσήλωση τα προβλήματα των άλλων– τόση, που κάποιος καλοπροαίρετος θα έσπευδε να πει πως η καλοσύνη και η μεγαλοψυχία σου είναι δυσεύρετες.
Όμως, ρε παιδιά, πόσο πόνο μπορεί να αντέξει η ανθρώπινη ψυχή; Πόσα προβλήματα πρέπει να επωμιστούμε και με πόση δυστυχία να μπολιαστούμε για να πούμε: «Φτάνει, δεν αντέχω άλλο. Μιλήστε μου μόνον για τα καλά νέα της ημέρας»; Απάντηση δεν υπάρχει κι αν υπάρχει, είναι ιδιαίτερα δυσχερής.
Οι άνθρωποι, όταν δεν είμαστε καλά, δεν λέμε ποτέ: «Έλα, θα βάλω μια κωμωδία να γελάσουμε». Βάζουμε πάντα και βλέπουμε δράματα, ρομαντικές comedy και ιστορίες για αγρίους και κλαίμε μαζί με τους πρωταγωνιστές, θαρρείς και το δράμα τους έγινε δικό μας. Σου συμβαίνει κάτι κι αντί να το ξεπεράσεις –ή μάλλον, ορθότερα, να το αντιμετωπίσεις– αναζητάς απεγνωσμένα κάποιον που ζει το ίδιο και είναι σε χειρότερη από εσένα μοίρα. Ψάχνεις chat, forums, παλιά φιλαράκια, συναδέλφους, συγγενείς, αγνώστους για να επικοινωνήσεις το γεγονός ότι χώρισες ή ότι δεν έχεις να πληρώσεις το νοίκι ή ότι τσακώθηκες με τον προϊστάμενό σου. Το κάνεις όχι γιατί θες να λύσεις το πρόβλημά σου. Δεν αρχίζεις την εξιστόρηση αυτού με απώτερο σκοπό να βρεθεί μία (όποια) λύση. Δεν λες: «Παιδιά, το πρόβλημά μου είναι αυτό, ας βρούμε μία ρημάδα λύση να τελειώνουμε». Όχι.
Σκρολάρεις ώρες ατελείωτες –όχι αστεία– διαβάζοντας για ανθρώπους που περνάνε δύσκολα και βλέποντας συνεντεύξεις με κάποιους που εξομολογούνται δύσκολες στιγμές της ζωής τους, γιατί βρίσκεις τον πόνο του άλλου γοητευτικό και αρκετά σαγηνευτικό. Ο πόνος σε ελκύει. Όχι επειδή είσαι χαιρέκακος, αλλά επειδή –μάλλον– έχεις αυτό που λέμε trauma lurking.
Το υποβόσκον τραύμα, όπως μεταφράζεται στα ελληνικά, είναι εκείνη η πράξη της σιωπηρής αναζήτησης τραυμάτων / προβλημάτων / κακουχιών τρίτων ως ένας τρόπος επίλυσης των δικών μας προβλημάτων. Μερικοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν με ζήλο, αποφασιστικότητα και καλοσύνη ό,τι προκλήσεις κι αν ρίξει στον δρόμο τους η μοίρα. Άλλοι υποχωρούν ηττημένοι και γεμάτοι πικρία. Άλλοι ψάχνουν αποκούμπι σε ανθρώπους που περνούν το ίδιο δύσκολα, ώστε να παρηγορηθούν, να ενταχθούν σε ένα ευρύτερο σύνολο με ομοιοπαθείς και να μην νιώθουν μόνοι.
Ξέρετε, όταν συναντάμε ανθρώπους με τους οποίους μοιραζόμαστε κοινά βιώματα, αισθανόμαστε πως δεν είμαστε μόνοι και πως η ζωή δε διάλεξε ειδικά εμάς για να μας κεράσει στεναχώριες. Κι αυτό από μόνο του είναι καθησυχαστικό. Όταν βλέπουμε ανθρώπους που περνούν το ίδιο δράμα με εμάς, ελπίζουμε βαθιά μέσα μας πως με κάποιον τρόπο θα βοηθηθούμε και θα ξεπεράσουμε εκείνο που μας πληγώνει.
Επίσης, αισθανόμαστε ασφαλείς, γιατί συνειδητοποιούμε πως το ίδιο πρόβλημα το έχουν συναντήσει στο διάβα τους και άλλοι άνθρωποι– πριν από εμάς. Κι εκείνοι τα κατάφεραν και το ξεπέρασαν. Και κάπως έτσι –ενδόμυχα– εμείς παίρνουμε δύναμη και θάρρος να σηκώσουμε τα μανίκια και να βγούμε μπροστά, στη μάχη. Συχνά, μάλιστα, λέγεται ότι αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης των δικών μας τραυμάτων συνιστά το προστάδιο επούλωσης της πληγής.
Οι άνθρωποι πάντα έχουμε ανάγκη το σχετίζεσθαι. Και στις χαρές και στις λύπες –πόσω μάλλον όταν οι λύπες είναι μεγάλες και βαριές. Τότε αναζητούμε ανθρώπους πονεμένους για να πάρουμε δύναμη και να οπλίσουμε τη φαρέτρα μας με υπομονή κsι επιμονή.