Επιτέλους έφτασε ο καιρός που απενοχοποιούμε τις συνεδρίες μας με το ψυχολόγο. Δυστυχώς μεγαλώσαμε με όλα αυτά τα στερεότυπα ότι εκεί πήγαιναν «οι τρελοί» ή μόνο αυτοί που πάσχουν από κάποια διαγνωσμένη ψυχική ασθένεια. Αναρωτήθηκε ποτέ όμως κανείς τι συμβαίνει με εκείνους που η ψυχή τους είναι τραυματισμένη, που η ψυχή τους έχει αρρωστήσει με όσα έχει νιώσει, βιώσει και ανεχτεί; Τι επανάσταση και αυτή, να διεκδικείς τα αυτονόητα, παυσίπονο για την ημικρανία, αντιπυρετικό για τον πυρετό, ψυχολόγο για την ψυχούλα σου.

Αυτό δεν είναι άλλο ένα κείμενο να προσπαθήσει να σας πείσει να ξεκινήσετε ψυχοθεραπεία, ούτε να υπογραμμίσει το καλό που κάνει. Άλλωστε, όσοι και να σας το πουν, όσες φορές και να ακουστεί, αν το άτομο το ίδιο δεν είναι έτοιμο να μπει σε μία τέτοια διαδικασία, τα υπόλοιπα θα παραμείνουν ένα ενοχλητικό βούισμα στα αυτιά του. Αυτό το κείμενο λοιπόν είναι μια ενδοσκόπηση, ένας εσωτερικός μονόλογος και ελπίζω μια αφορμή να σας κάνει να αναλογιστείτε δικές σας αντίστοιχες στιγμές, να απενοχοποιήσετε δικές σας συμπεριφορές, ίσως και να συνειδητοποιήσετε πόσο πολύ ενδεχομένως σας έχετε παραμελήσει.

Story time, ήταν η πρώτη μου συνεδρία για το 2024 και είχα σκεφτεί πολύ καλά τι θα συζητήσω, τίποτα πολύ ελαφρύ αλλά και τίποτα πολύ βαρύ, κάτι στη μέση σαν να συζητάνε δυο φιλενάδες σε έναν καφέ. Οπότε ξεκίνησα με την πρώτη μου σκέψη της συνεδρίας: γιατί δε μιλάμε ανοιχτά οι άνθρωποι μεταξύ μας για το τι συμβαίνει μέσα σε μια συνθήκη, σχέση ή δουλειά και παραμερίζουμε τα συναισθήματα που γεννιούνται εκείνη την ώρα; Και θα εξηγηθώ: Έχοντας κάνει ψυχοθεραπεία μαζί με τη συγκεκριμένη ψυχολόγο 2 χρόνια τώρα πάνω κάτω, έχω δώσει ένα μίνι βιογραφικό της ζωής μου, με γεγονότα που μου άφησαν απορίες, θυμό, αγάπη και νοσταλγία, χωρίς απαραίτητα να έχουμε εντρυφήσει σε όλα. Έτσι λοιπόν, με αφορμή τη σκέψη που μοιράστηκα παραπάνω, το έφερε η συζήτηση και αρχίσαμε να μιλάμε για την πρώην κακ0π0ιητική (κατά κύριο λόγο συναισθηματικά, αλλά όχι αποκλειστικά) σχέση μου.

Την όλη ιστορία την περιέγραψα με πολλή ευκολία να πω την αλήθεια, δεν κόμπιαζα, το είχα ξεπεράσει προ πολλού άλλωστε και είχα κάθε άλλο παρά χαρεί που τελείωσε όταν τελείωσε. Μέσα σε όλα όσα έλεγα είπα και το εξής: «Κυρία @, κάπου διάβασα πως ο ανθρώπινος οργανισμός χρειάζεται 7 χρόνια για να αντικαταστήσει όλα του τα κύτταρα. Δεν ξέρω αν ισχύει ή όχι, αλλά αν ισχύει, ανυπομονώ να περάσουν τα επόμενα 2 και να μην υπάρχει ούτε ένα σημείο του σώματός μου που να έχει αγγίξει εκείνος.»

Κάπως βαριά δήλωση θα έλεγε κανείς. Και κάπου εκεί την είδα κάπως να παγώνει, κάπως να βουρκώνει. Τώρα μπορεί να είναι και η ιδέα μου, δεν ξέρω, αλλά έχω την αίσθηση πως για ένα μικρό σημείο στον χρόνο, έδειξε να επηρεάζεται από την αποκάλυψή μου. Δεν καταλάβαινα τι συνέβαινε, σιγά το πράγμα, εγώ ήμουν οκ εκείνη γιατί όχι; Συνεχίσαμε να μιλάμε για αυτό, εγώ παραμένοντας ειλικρινά ψύχραιμη και ανέκφραστη. Ήξερα πως το είχα ξεπεράσει, πως πέρασε και δεν ακούμπησε, πως ήμουν καλά. Δεν ήμουν όμως και δεν το είχα συνειδητοποιήσει μέχρι τότε. Ό,τι πέρασα με αυτόν τον άνθρωπο το πρoέβαλλα μετά στους επόμενους. Η παραμικρή κίνηση που μπορεί να έκανε κάποιος εν δυνάμει σύντροφος που μου θύμιζε εκείνον, από τον τρόπο που μιλούσε, μία φράση που μπορεί να έλεγε, μία κίνηση, ακόμα και αν οδηγούσε ίδιο αυτοκίνητο, ήταν αφορμή για να σημάνει είτε το τέλος οποιασδήποτε περαιτέρω επαφής είτε μίας δικής μου συναισθηματικής αποστασιοποίησης.

Δεν καταλάβαινα ότι το έκανα μέχρι που το συζήτησα. Η όλη συνθήκη που βίωσα με πλήγωσε τόσο πολύ εσωτερικά που δεν το παραδεχόμουν ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό, πόσο μάλλον σε άλλους. Δεν έδωσα ποτέ χώρο να νιώσω ό,τι ένιωθα, να με φροντίσω και να με βοηθήσω να τα ξεπεράσω. Αντίθετα, τα ζούμπηξα όλα σε ένα μπαούλο με την ψευδαίσθηση πως θα μείνουν εκεί για πάντα. Πετώντας ό,τι του άνηκε από το σπίτι μου, νόμιζα πως πέταξα και ό,τι κακό συναίσθημα μου είχε προκληθεί ως τότε.

Πού θέλω να καταλήξω;  Η συζήτησή μας με έκανε να συνειδητοποιήσω, πόσο πολύ υποτιμούμε γεγονότα που μας έχουν συμβεί, είτε για να μη δείξουμε αδυναμία, είτε για να μην αφήσουμε τον εαυτό μας να νιώσει. Και κάποιες φορές τα γεγονότα αυτά είναι πολύ τραυματικά και οφείλουμε να τους δώσουμε τον χώρο και τον χρόνο να επουλωθούν. Να μην τα σνομπάρουμε, να μην τα προσπεράσουμε, γιατί όσο εσύ έλεγες πως εντάξει δεν έγινε και τίποτα, χωρίσαμε, η ψυχή σου όταν έρχονταν οι επόμενοι σου έλεγε άλλα. Αυτό βέβαια δεν αφορά μόνο ερωτικές σχέσεις, αλλά και οικογενειακές, εργασιακές και φιλικές. Η τόσων χρόνων σιωπή μου προς τους άλλους αλλά και προς τον εαυτό μου είχε να κάνει με μια ακούσια προσπάθεια να προστατέψω τον εαυτό μου. Είναι κάπως παρηγορητικό να συνειδητοποιείς ότι έστω και με λανθασμένο τρόπο, η στάση σου αυτή είχε να κάνει με την ανάγκη σου να προστατέψεις εσένα από το φόβο πως κατηγορείσαι από τρίτους, παρά με την ανάγκη προστασίας του ατόμου που σε πλήγωσε και σε τραυμάτισε.

Οφείλουμε να μας αφήνουμε να νιώσουμε ό,τι είναι να νιώσουμε, να δώσουμε χώρο και χρόνο να επεξεργαστούμε ό,τι μας συμβαίνει. Να μην παραμελούμε τα συναισθήματα που γεννιούνται, να τα αναγνωρίζουμε και να τα ενδυναμώνουμε. Αλλιώς στη θέση τους έρχονται οι φοβίες, σχέσεις εξάρτησης, ανασφάλειες και απωθημένα. Να μιλάμε και να ακούμε, τόσο το μυαλό όσο και το σώμα μας.

Συντάκτης: Αλίκη Γερακιανάκη
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη