«Έλα, πάρε 10 ευρώ να πιεις μια μπίρα!». Μπορεί να ‘ναι δέκα τα ευρώ, μπορεί πέντε, μπορεί κι εκατό. Δεν έχει καμία απολύτως σημασία το ποσό. Μπορείς επίσης να ‘σαι 18, μπορεί 30, μπορεί 55. Κι αυτό δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Το χαρτζιλίκι δεν έχει ηλικία, δεν είναι θέμα οικονομικό και κανένας άλλος παράγοντας, εξωτερικός ή εσωτερικός, δε θα μπορέσει ποτέ να μειώσει την αξία του, τη συναισθηματική ξεκάθαρα.

Είναι η κίνηση που κατευθείαν θα σε κάνει ξανά παιδί, με τον πιο αθώο κι όμορφο τρόπο. Με μαγουλάκια κόκκινα και μια γλυκιά συστολή. Τότε, που τα προβλήματα σου ήταν μηδαμινής σημασίας ή άλλοι προσπαθούσαν να τα λύσουν για ‘σένα και το μόνο σου άγχος ήταν αν θα μπορέσεις να μαζέψεις λεφτά γι’ αυτό το γαμάτο παιχνίδι που ζαχάρωνες για μήνες ή για μια συλλογή από αυτοκόλλητα ή για ό,τι άλλο σου γυάλιζε και μπορούσε να ικανοποιήσει την παιδική ψυχούλα σου τόσο πολύ.

Οι γονείς σου, οι θείοι σου, οι νονοί σου και φυσικά  οι παππούδες σου, όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει, θα ‘ναι πάντα συνδεδεμένοι στη μνήμη σου με αυτήν τη γλυκιά προσμονή που είχες όταν πλησίαζαν οι γιορτές και τα οικογενειακά τραπέζια ή τα γενέθλιά σου ή όποια άλλη αφορμή είχε ο καθένας για να λάβει το δώρο του κι εκείνο το –συνωμοτικό σχεδόν– χαρτζιλίκι από αυτούς.

Ένας κουμπαράς που μπορεί να μην κατάφερε να γεμίσει ποτέ, αλλά πάντα έσπαγε για τις πιο σωστές αφορμές και με τον πιο σωστό σκοπό έτοιμο να εξυπηρετηθεί, χωρίς περαιτέρω ερωτήσεις.

Είτε είσαι ανεξάρτητος οικονομικά είτε όχι, ήδη επιτυχημένος στην πορεία σου ή κάνοντας ακόμα τη δίκη σου τίμια προσπάθεια, η στιχομυθία κι οι σκηνές που διαδραματίζονται θα ‘ναι πάντα οι ίδιες και πάντα το ίδιο γραφικά ξεχωριστές.

«Να, πάρε δέκα ευρώ να πιεις ένα ποτό!»

«Μα όχι, δε χρειάζεται, είναι δυνατόν;», με το χέρι να κλείνει ήδη το δεκάευρω για τους ερασιτέχνες και να αναπαύεται ήδη στην τσέπη του παραλήπτη για τους επαγγελματίες του είδους.

Την κίνηση αυτή κανένας δεν μπορεί να την κάνει από υποχρέωση κι ακόμα κι αν δοκιμάσει κάποιος να το κάνει χωρίς να το νιώθει, θα το καταλάβεις. Γι’ αυτούς που σε έζησαν από μωρό, όσο και να ‘χεις μεγαλώσει, στα μάτια τους είσαι ακόμα εκείνο το υπέροχο πιτσιρίκι που τους χάριζε γέλιο. Είναι κρίμα να στεναχωρείς ή να προσβάλλεις κάποιον που κάνει μια κίνηση από καρδιάς και, μεταξύ μας τώρα, γιατί μπορεί να μη σου αρέσει μια τέτοια κίνηση; Τι πολυπλοκότητα ή ποιο σύμπλεγμα σε κάνει να θίγεσαι και να μην το απολαμβάνεις, με την αξία που έχει;

Κι είναι συγκινητικό κι υπέροχο να υπάρχουν τέτοιου είδους αφορμές για να σε κάνουν ξανά να νιώσεις αυτήν την αφέλεια και τη χαρά ενός μικρού παιδιού, μέσα σε μια τόσο κυνική πραγματικότητα. Γιατί το παιδί μέσα μας πάντα παραμονεύει να παίξει, να χαρεί και να νιώσει αυτήν την ασφάλεια που τόσο του ‘χουμε στερήσει. Γιατί πάντα η οικογένεια θα ‘ναι αυτή που θα μπορεί να μας τα προσφέρει όλα αυτά απλόχερα και χωρίς να κατακρίνει ακόμα και τις πιο χαζές αντιδράσεις μας.

Γιατί το να σε θεωρούν οι δικοί σου ακόμα το παιδί τους και να νιώθουν την ανάγκη να σου δώσουν χαρτζιλίκι, είναι η πιο μαγική πορεία στη σκληρή διαδικασία της ενηλικίωσης που ακολουθούμε μέχρι να πεθάνουμε. Γιατί ίσως είναι κι ο μοναδικός τρόπος, μετά από κάποια χρόνια, να μπορούν οι άνθρωποι που μεγάλωσαν να σου δηλώσουν την παρουσία τους και την ασφάλεια που είναι διατεθειμένοι να σου προσφέρουν, αν ποτέ τη χρειαστείς. Χωρίς λέξεις. Μόνο με πράξεις. Σαν αυτές με τη τόσο μεγάλη σημασία και την ανεκτίμητη αξία.

Συντάκτης: Λίνα Καράτση
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη