Όλοι έχουμε τις συνήθειές μας, καλές, κακές, ενοχλητικές, δημιουργικές, αδιάφορες. Υπάρχουν, έτσι, και πολλές διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων. Για παράδειγμα, υπάρχουν αυτοί που είναι λιγάκι ακατάστατοι κι υπάρχουν κι εκείνοι (που δεν είναι καθόλου φίλοι με τους προηγούμενους) κι έχουν τα πάντα τακτοποιημένα, λες κι είναι στρατηγικά τοποθετημένα σε κάθε θέση.

Υπάρχει, λοιπόν, και μία μερίδα ατόμων ή βασικά, ας ρίξουμε τις μάσκες, ας αποκαλυφτούμε, ας πούμε καλύτερα πως υπάρχουμε κι εμείς που είμαστε κατά κάποιον τρόπο συγγενείς με του ακατάστατους και ξεχνάμε/χάνουμε τα πράγματά μας πάντα και παντού. Παραδεχτείτε το, μην αισθάνεστε άσχημα, είμαστε πάρα πολλοί. Όσο πειθαρχημένοι κι αφοσιωμένοι κι αν είμαστε στα επαγγελματικά μας ή σε άλλες μας υποχρεώσεις, τόση έλλειψη συγκέντρωσης μας χαρακτηρίζει σ’ αυτό το θέμα.

Γυρνάμε, λοιπόν, απ’ τη δουλειά κουρασμένοι –ή κι εκνευρισμένοι– και παρατάμε μπουφάν, κασκόλ, κλειδιά και πορτοφόλι όπου να ‘ναι, το καθένα σε διαφορετικό σημείο -είτε αυτό ονομάζεται τραπέζι, είτε καρέκλα, είτε καναπές, είτε ακόμα και πάτωμα. Κάνουμε τις δουλειές μας, έχοντας αφήσει όλα τα πράγματα μας από ‘δώ κι από ‘κεί, διασκορπισμένα τα προσωπικά μας αντικείμενα σε κάθε γωνιά του σπιτιού. Ούτε που μπαίνουμε στον κόπο να τα βάλουμε στη θέση τους -ίσως και να μην τους έχουμε καν θέση, δηλαδή.

Κι αφού περάσει η ώρα και θελήσουμε να φύγουμε, ψάχνουμε κυριολεκτικά ώρες ολόκληρες να βρούμε πού έχουμε αφήσει το καθετί. Πιο γρήγορα κάνουμε μπάνιο κι ετοιμαζόμαστε παρά βρίσκουμε κλειδιά, τσάντα και πορτοφόλι. Στο ένα άκρο του σπιτιού έχουμε αφήσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου, κάπου αλλού παραπεταμένα είναι και τα κλειδιά του σπιτιού. Κι έτσι, τρώμε τον διπλάσιο χρόνο στο να ψάχνουμε τα χαμένα μας μα αναγκαία αντικείμενά μας. Ακόμα κι αν αποφασίσουμε να ορίσουμε μια θέση για το καθετί, πάλι θα ξεχάσουμε ποια είναι αυτή, οπότε το κυνήγι του χαμένου θησαυρού δεν το αποφεύγουμε.

Σαν ο εγκέφαλός μας να διαγράφει το πού αφήνουμε τι. Κάτι σαν προσωρινή κι επιλεκτική αμνησία; Μπορεί να θυμόμαστε τα πάντα, δηλαδή να μην ξεχνάμε ποτέ γιορτές ή γενέθλια, ακόμα και το τι φορούσαμε πέρσι τέτοια μέρα. Αλλά όταν χρειαστεί να θυμηθούμε πού έχουμε αφήσει τα κλειδιά μας ή την ατζέντα μας, το απόλυτο κενό. Κάπως έτσι, βέβαια, καταλήγουμε συχνά-πυκνά στον κλειδαρά κι όχι μόνο, αφού πολλά από τα απολεσθέντα μας δεν τα βρίσκουμε ποτέ ξανά, κοινώς χάνουμε τα αβγά και τα πασχάλια.

Και δε φτάνει που παθαίνουμε και δε μαθαίνουμε, που εξακολουθούμε να σκορπάμε παντού τα πράγματά μας, αλλά βάζουμε και τις φωνές από πάνω όταν βιαζόμαστε να φύγουμε και δε βρίσκουμε αυτό που ψάχνουμε. Αν, ειδικά, μένουμε με τους γονείς μας θα πούμε ότι η μάνα μας άλλαξε πάλι τη θέση των αντικειμένων μας, καθώς καθάριζε το σπίτι. Θα απαιτήσουμε μην πειράξει ξανά τα πράγματά μας και θα υστεριάζουμε κι άλλο, όσο περνάει η ώρα, έχουμε καθυστερήσει για εκεί που έπρεπε να πάμε κι εμείς ακόμα ψάχνουμε τα χαμένα μας. Ε, εν τέλει, θα βρεθεί κάπου άκυρα, ίσως και μπροστά στα μάτια μας.

Και την επόμενη μέρα, η ιστορία θα επαναληφθεί… Αφού φαίνεται να ‘ναι στο DNA μας και δε γίνεται να ξεφορτωθούμε αυτό μας το συνήθειο, μήπως να βρίσκαμε άλλη λύση; Το να λειτουργούσαν όλα τα αντικείμενα σαν τα κινητά, να τα καλούσαμε και να τα εντοπίζαμε, θα βόλευε πάντως.

Συντάκτης: Ειρήνη Κουκέλλη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη