Υπάρχει ένας διαγωνισμός για κρύσταλλα και νικητής του αναδεικνύεται εκείνος που καταφέρνει να φτιάξει το πιο διάφανο. Ύστερα από αλλεπάλληλες προσπάθειες, λοιπόν, καταφέρνουμε να φτιάξουμε ένα ολοκάθαρο κρύσταλλο και λαμβάνουμε κι εμείς μέρος στο διαγωνισμό.

Μα όταν φτάνει η ώρα που θ’ αξιολογηθεί το κρύσταλλό μας, οι κριτές αποφαίνονται πως υπάρχει ένα γδάρσιμο στην επιφάνειά του και μας αποκλείουν απ’ το διαγωνισμό. Τότε εμείς φέρνουμε και ξαναφέρνουμε το κρύσταλλό μας μπροστά μας, προκειμένου να δούμε το γδάρσιμο που μας επισήμαναν, αλλά δεν το βλέπουμε πουθενά. Το δείχνουμε και σε άλλους, μα ούτε κι εκείνοι το βλέπουν. Κι έτσι, λοιπόν, δεν μπορούμε παρά να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως αδίκησαν κι εμάς και το κρύσταλλό μας, όταν του καταλόγισαν ένα ανύπαρκτο γδάρσιμο.

Μιλάμε, λοιπόν, για μια περίπτωση που αδικηθήκαμε πραγματικά και κατά γενική ομολογία και που το κρύσταλλό μας ήταν πραγματικά διάφανο και σ’ αυτό το σημείο θα δούμε τι μπορεί να μας συμβεί, γενικά, ύστερα από μια πασιφανή κι αδιαμφισβήτητη αδικία.

Καταρχάς, όταν έχουμε δουλέψει πολύ για κάτι το οποίο μετά απορρίπτεται χωρίς αντικειμενικό λόγο, δε θα μπορούμε παρά να αισθανθούμε πως οι κόποι μας αποδείχθηκαν μάταιοι, τελικά. Μπορεί να θεωρήσουμε πως δεν αξίζει να προσπαθούμε τόσο πολύ, αφού στο τέλος δε θα αναγνωριστεί αυτό που κάνουμε. Όταν, μάλιστα, η απόρριψη χωρίς αιτία επαναλαμβάνεται, τότε θα πειστούμε πως δεν υπάρχει λόγος να παλεύουμε για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, εφόσον αυτό δε θα εκτιμηθεί τελικά, ό,τι κι αν κάνουμε. Κι έτσι, μειώνουμε επίτηδες την απόδοσή μας, αφού έχουμε χάσει πια το νόημα της προσπάθειας.

Όταν αδικούμαστε, μπορεί να γίνουμε εσκεμμένα αυτό που μας προσήψαν, ειδικά όταν δεν μπορούμε να καταλάβουμε το λόγο που το έκαναν. Μπορεί, για παράδειγμα, να πούμε πως «αφού είδατε το γδάρσιμο στο κρύσταλό μας, τότε θα σας δείξουμε τι θα πει αληθινό γδάρσιμο» και να γεμίσουμε το έργο μας με ψεγάδια απλά και μόνο από αντίδραση.

Δηλαδή, δεν είναι σπάνιο όταν αδικούμαστε και δεν μπορούμε να ξεφύγουμε απ’ την αδικία που υποστήκαμε, να θέλουμε να γίνουμε ακόμη χειρότεροι απ’ αυτό που μας καταλόγισαν και να αντλήσουμε και στιγμιαία ευχαρίστηση, μάλιστα, ξεπέφτοντας σ’ αυτό το επίπεδο και δείχνοντας κάτι ακόμη κατώτερο απ’ αυτό που είπαν για εμάς.

Τέλος, όταν δουλεύουμε σκληρά και μετά αδικούμαστε, μπορεί τελικά να δούμε κι οι ίδιοι το «γδάρσιμο» που μας προσήψαν, έστω κι αν αυτό δεν υπάρχει στ’ αλήθεια. Μπορεί, δηλαδή, στο τέλος να πιστέψουμε πως είχαν δίκαιο που μας αδίκησαν και να ξεκινήσουμε, έτσι, ν’ αμφισβητούμε τον εαυτό μας και να του βρίσκουμε λάθη που δεν υπάρχουν, απλώς και μόνο για να εξαλειφθεί το παράπονο από μέσα μας και προκειμένου να γίνει κάπως πιο εύπεπτη η αδικαιολόγητη απόρριψη που υποστήκαμε. Κι έτσι, σιγά- σιγά, θα εκμαιεύουμε όλο και περισσότερα ελαττωματικά σημεία πάνω μας αλλά και στη δουλειά μας, που στην πραγματικότητα είναι αμελητέα κι ανάξια προσοχής.

Κι έτσι, λοιπόν, αν απορριφτεί και το επόμενο και το μεθεπόμενο «κρύσταλλο» που θα φτιάξουμε και που θα ‘ναι διάφανο, κατά γενική ομολογία, τότε είναι πολύ πιθανόν τα κρύσταλλα που θ’ ακολουθήσουν να ‘ναι αποτελέσματα προχειροδουλειάς κι έλλειψης κινήτρου και πάθους.

Με λίγα λόγια, όταν αδικούμαστε κατ’ εξακολούθηση, μπορεί στο τέλος να πάψουμε να προσπαθούμε να γίνουμε το καλύτερο που μπορούμε.

 

Συντάκτης: Δημήτρια Κουρίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη